“Μα δεν μου τα χαρίσανε! Τα δούλεψα μέχρι το τελευταίο cent!”, “Νιώθω ότι θα ξαναβρεθώ στο μηδέν”, “Είμαι προετοιμασμένη για το χειρότερο”, “Δεν μου αξίζει, είναι πολύ ακριβό, δεν θα πρεπε να δώσω τόσα χρήματα, δεν είναι είδος πρώτης ανάγκης”, “Μου αξίζει! Έχω δουλέψει σκληρά”. Θα μπορούσα να παραθέσω μερικές ακόμη σκέψεις, αλλά θα σταματήσω εδώ. Αυτό το συναισθηματικό roller coaster αντιμετωπίζω κάθε φορά που κοιτάζω τις οικονομίες μου, κάθε φορά που βάζω το ενοίκιο και το υπόλοιπο του μισθού μου μοιάζει πλέον με ανέκδοτο, όταν έχω μια κακή μέρα στη δουλειά και θέλω να τα τινάξω όλα στον αέρα δηλώνοντας την παραίτησή μου και φυσικά, όταν θέλω να αγοράσω κάτι για τον εαυτό μου, έτσι, επειδή απλά μου γυάλισε. Είμαι 30 χρονών, κάνω περισσότερες από μια δουλειές και τον περισσότερο καιρό νιώθω ότι δεν μου αξίζουν τα χρήματα που κερδίζω μετά από ώρες σκληρής δουλειάς.
Πρόσφατα έμαθα πώς αυτό που μου συμβαίνει έχει όνομα, λέγεται The Impostor Syndrome ή Σύνδρομο του Απατεώνα στα ελληνικά και τελικά, δεν προκύπτει από την προβληματική μου σχέση με τα χρήματα, την οποία φυσικά μου κληρονόμησαν οι γονείς μου, ή έστω όχι μόνο από αυτή. Επίσης δεν πάσχω από αυτό μόνο εγώ, αλλά το σύνολο των millennials, ξέρετε, αυτή η γενιά που τελείωσε το σχολείο στην αρχή της οικονομικής κρίσης και βγήκε στην αγορά εργασίας πάνω στην πιο βαθιά τομή της. Αυτή η γενιά που δούλεψε για πολύ καιρό τσάμπα – το “θα είναι καλό για το βιογραφικό σου” ήταν το νέο μαύρο για τις χρονιές 2012 – 2016 – ή με μισθούς που δεν ξεπερνούσαν τα 300 ευρώ. Μαύρα φυσικά.
Το Σύνδρομο του Απατεώνα περιγράφει άτομα με υψηλές επιδόσεις, τα οποία, παρά τις αντικειμενικές επιτυχίες τους, αποτυγχάνουν να εσωτερικεύσουν τα επιτεύγματά τους και έχουν έντονες αμφιβολίες για τον εαυτό τους και φόβο ότι θα εκτεθούν ως απατεώνες. Τα άτομα με Σύνδρομο του Απατεώνα παλεύουν για να αποδώσουν τις επιτυχίες τους στην πραγματική τους ικανότητα, δηλαδή, αποδίδουν επιτυχίες σε εξωτερικούς παράγοντες όπως η τύχη ή μεγενθύνουν αστοχίες ή λάθη τους και τα ανάγουν σε αποτυχίες που αποδεικνύουν την υποτιθέμενη επαγγελματική τους ανεπάρκεια. Το Σύνδρομο του Απατεώνα εισηγήθηκαν για πρώτη φορά το 1978 οι ψυχολόγοι Pauline Rose Clance και Suzanne Imes. Η Clance αρχικά αναγνώρισε το σύνδρομο μεταξύ γυναικών με υψηλές επαγγελματικές επιδόσεις, αλλά πιο πρόσφατη έρευνα, που συγκεκριμένα δημοσιεύθηκε το 2019, τεκμηριώνει ότι τα ίδια συναισθήματα ανεπάρκειας είναι κοινά μεταξύ ανδρών και γυναικών, διαφορετικών εθνικών και φυλετικών ομάδων από πολλούς επαγγελματικούς τομείς. Το ποσοστό τους ανέρχεται στο – σχεδόν τρομακτικό – 82%.
Πρόσφατα πέρασα λίγες μέρες διακοπών παρέα με μία από τις καλύτερες φίλες που έχω σε αυτή τη ζωή. Είμαστε μαζί από την πέμπτη δημοτικού, μέχρι που εκείνη αποφάσισε πριν 6 χρόνια να αφήσει τη ζωή στην Αθήνα για την πιο ήσυχη και χαμηλότερων ρυθμών καθημερινότητα ενός νησιού. Καθώς τηλεφωνικά δεν έχουμε την πολυτέλεια να πούμε όλα μας τα νέα, για περίπου πέντε ημέρες κάναμε όλες εκείνες τις βαθιές και σοβαρές συζητήσεις που μας είχαν λείψει από την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε δια ζώσης. Σε κάθε μας κουβέντα επανέρχονταν επίμονα το ζήτημα της ενοχής σε σχέση με τα χρήματα, όπως και ο φόβος ότι όλα όσα έχουμε κατακτήσει – δηλαδή μια σχετική ποιότητα ζωής – μπορούν να χαθούν εν ριπή οφθαλμού. Δεν δίνουμε στον εαυτό μας το δικαίωμα να ξεκουραστούμε, να μπουχτίσαμε βρε αδερφέ και να ζητήσουμε λίγο χρόνο off, να πούμε όχι σε μία δουλειά επειδή δεν χωράνε άλλα καρπούζια κάτω από τις μασχάλες μας. Ούτε να μην αποταμιεύσουμε ένα μήνα και αντ’ αυτού να ανανεώσουμε την γκαρνταρόμπα μας για παράδειγμα. Και φυσικά όταν έχουμε στα χέρια μας λίγα παραπάνω χρήματα μια μικρή φωνή μέσα στο μυαλό, μας ψιθυρίζει, “δεν τα αξιζεις, γιατί δεν πάλεψες αρκετά”, άσχετα που μπορεί να έχουμε ξεπεράσει τις δυνάμεις μας για να γίνει αυτό δυνατό. Παράλληλα, πιστεύουμε πως αν χαλαρώσουμε έστω και λίγο, αν καλομάθουμε λίγο τους εαυτούς μας, μια αόρατη δύναμη θα μας τιμωρήσει, παίρνοντας μακριά όλες εκείνες τις επαγγελματικές ευκαιρίες που μας προσφέρουν την επιβίωσή μας (που δεν είναι και όπως ακριβώς θα έπρεπε, εδώ που τα λέμε).
Ο λόγος που βιώνουμε όλα αυτά τα συναισθήματα, έχει σίγουρα να κάνει με τις προσωπικές καταβολές του κάθε ατόμου, παραμένει όμως παράλληλα και το PTSD μιας ολόκληρης γενιάς, απότοκο της οικονομικής κρίσης. Όταν συστηματικά και για χρόνια λαμβάνεις μισθούς πολύ κατώτερους των δεξιοτήτων σου, όταν παρακαλάς να τους πάρεις μέρες μετά την υποτιθέμενη ημερομηνία της πληρωμής σου, όταν το 10% του μισθού σου είναι κουπόνια για αλυσίδες σούπερ μάρκετ που κλείνουν και στα ράφια τους δεν έχουν τρόφιμα ή είδη ανάγκης, όταν για να μπορέσεις να φύγεις από το πατρικό σου σπίτι χρειάζεται να κάνεις παραπάνω από μία δουλειές και όταν δεν υπάρχει αξιοκρατία στους χώρους εργασίας, πώς να πιστέψεις σε κάτι διαφορετικό; Πώς να μην θεωρείς ότι από τη μία στιγμή στην άλλη θα βρεθείς εκεί που ήσουν πριν μια πενταετία; Γιατί να κάνεις κτήμα σου ότι αξίζεις τα χρήματα με τα οποία αμοίβεσαι και ότι έχοντας τον απόλυτο έλεγχό τους μπορείς να τα διαχειριστείς όπως θέλεις; Και πώς να τα καταφέρεις όλα αυτά με τις συνέπειες της πανδημίας να κρέμονται σαν δαμόκλειος σπάθη πάνω από το κεφάλι σου;
Υπάρχει λύση; Υπάρχει τουλάχιστον αυτή που είναι στο χέρι μας, καθώς η αλλαγή του εργασιακού τοπίου στην Ελλάδα είναι ενδεχομένως κάτι που θα βιώσουν τα δισέγγονά μας. Ένα πρώτο βήμα είναι η αναγνώριση. Αν εντοπίσει κανείς ότι όντως πάσχει από το Σύνδρομο του Απατεώνα μπορεί να ξεκινήσει να κάνει ένα zoom out όταν έρχονται στο μυαλό του σχετικές σκέψεις. Να δει τη μεγαλύτερη εικόνα. Να δει “από πάνω” και με καθαρό βλέμμα τις δεξιότητές του, τις εργατοώρες του, τα έξοδά του, καθώς και τις επαφές που θα μπορούσε να ενεργοποιήσει σε περίπτωση που χάσει μία πηγή εισοδήματος για να συνειδητοποιήσει ότι δεν βρίσκεται σε κίνδυνο. Το δεύτερο είναι να απευθυνθεί σε έναν επαγγελματία ψυχικής υγείας. Η ύπαρξη ενός αμερόληπτου παρατηρητή είναι ανακουφιστική, καθώς μπορεί να απαριθμήσει και να στοιχειοθετήσει τα δεδομένα προσφέροντάς σας την πραγματική εικόνα για να την επεξεργαστείτε μέχρι να γίνει κεκτημένο.
Οι σημερινοί 30άρηδες κουβαλούν βαθιά τραύματα όσο αναφορά στα εργασιακά και κατόπιν στα οικονομικά. Παράλληλα, είναι ίσως η πιο hardworking γενιά που έχει γνωρίσει ο πλανήτης εδώ και χρόνια. Ας ελπίσουμε ότι θα τα χρησιμοποιήσουν ως μοχλό αλλαγής και όχι διαιώνισης μιας μη υγιούς σχέσης με τα χρήματα.
