“Τρώω πολύ”
“Έχω σταματήσει την γυμναστική”
“Δεν με νοιάζει καθόλου αν παχύνω”
“Νιώθω τύψεις”
“Δεν μου κάνουν τα ρούχα μου”
“Πηγαίνω κάθε μέρα για τρέξιμο”
Στις συζητήσεις που έχω κάνει μόνο το τελευταίο διήμερο με φίλους και γνωστούς (κυρίως του γυναικείου φύλου) περί δίαιτας, προγράμματος και σωματικού βάρους, το πρώτο πράγμα που παρατήρησα είναι μία οικεία αγανάκτηση, την οποία πλέον όλοι λίγο-πολύ αναγνωρίζουμε. Είναι η ίδια που συνοδεύει οποιονδήποτε διάλογο των ημερών, από το απλό “τι κάνεις;” μέχρι τον σχολιασμό της επικαιρότητας. Και ενώ σε φάσεις όπως η τωρινή, με τον έξω κόσμο να είναι τόσο δύσκολος, θα περίμενε κανείς πως ως είδος θα είχαμε βρει μηχανισμούς να προστατέψουμε το μέσα μας, η ψυχική υγεία των περισσότερων υποφέρει επίσης. Ο συνεχής εγκλεισμός, εκτός των υπόλοιπων προβλημάτων, έχει αναγκάσει τους περισσότερους από εμάς να επαναπροσδιορίσουμε την σχέση με το σώμα μας, το φαγητό και την άσκηση και τα αποτελέσματα πολλές φορές είναι δυσάρεστα. Αν και είναι απολύτως φυσιολογικό υπό τις συνθήκες που ζούμε να βάλουμε βάρος (σχεδόν μαθηματικά αποδεδειγμένο ότι θα συμβεί, εφόσον δεν κινούμαστε το ίδιο), το γεγονός αυτό φαίνεται να κοστίζει σε αρκετούς, με τις τύψεις, την στεναχώρια και την τοξική diet culture να τους ακολουθούν παντού.

Μιλώντας από προσωπική πείρα, τα “κιλά της καραντίνας” έχουν υπάρξει πηγή κλάματος, κρίσεων και του αισθήματος της αποτυχίας, το οποίο εντείνεται όσο τα ρούχα σου στενεύουν και οι τύψεις σου σε διατάζουν να κάνεις δραστικές δίαιτες και εντατική γυμναστική. Κάτι το οποίο φυσικά δεν είναι ό,τι πιο εύκολο, πρώτον γιατί σε πολλές περιπτώσεις δεν υπάρχει χρόνος και δεύτερον διότι ο κορεσμός της εποχής έχει ξεπεράσει τα προηγούμενα επίπεδα. Πολλοί δεν έχουμε όρεξη να γυμναστούμε. Πολλοί βρίσκουμε παρηγοριά στην νοστιμιά του φαγητού και αδυνατούμε να το περιορίσουμε ή να το αντικαταστήσουμε με κάτι λιγότερο γευστικό. Για εμάς λοιπόν, οι μέρες γεμίζουν με στρες και ένταση, ξεκινώντας το πρωί με βαρύγδουπες αποφάσεις τύπου “θα ξεκινήσω keto” και καταλήγοντας να τρώμε μπισκότα το απόγευμα-χωρίς καν να τα απολαμβάνουμε. Σε όλο αυτό φυσικά δεν βοηθάνε καθόλου τα social media και οι ιστορίες με φαγητά ή σέξι σέλφι από τους λογαριασμούς που ακολουθούμε, οι οποίοι κατά έναν μαγικό τρόπο καταφέρνουν να τρώνε σουβλάκια με απ’όλα, μετά να κάνουν δυο ώρες ποδήλατο και στο τέλος να μας δείχνουν τους κοιλιακούς τους.

Υπάρχει όμως κι ένα νέο “στρατόπεδο” όπου εκεί τα πράγματα φαίνεται να είναι πιο ισορροπημένα και τα μέλη του να έχουν καταφέρει να λύσουν τον παραπάνω κόμπο πιο εύκολα: Έχουν δώσει στον εαυτό τους ένα διάλειμμα και είναι πολύ εντάξει με αυτό. Η νέα αυτή “σχολή” κανονικά υπήρχε και πολύ πριν την πανδημία, με το κίνημα του body positivity να λέει επανειλημμένως πως το φαγητό και η ψυχική υγεία πρέπει να συμβαδίζουν, χωρίς το ένα να καθορίζει το άλλο, και πως οφείλουμε να αγαπάμε τον εαυτό μας ανεξαρτήτως των κιλών που είμαστε. Όμως είναι η πρώτη φορά που βλέπω μια μορφή αυτής της ρητορικής να εφαρμόζεται από μεγάλο αριθμό ατόμων που γνωρίζω στην πραγματική ζωή, και όχι μόνο στο ίνσταγκραμ.

Γυναίκες της ηλικίας μου, μικρότερες και μεγαλύτερες, αλλά και αρκετοί άνδρες, έχουν καταλήξει στο ότι θέλουν να περνάνε αυτήν την φάση της ζωής του με όσο το δυνατόν λιγότερη πίεση γίνεται. Έτσι συνειδητά δεν κάνουν γυμναστική παρά μόνο όταν έχουν όρεξη, τρώνε όποτε πεινάνε, δεν στερούνται στιγμιαίες απολαύσεις και αρνούνται να βάλουν τους εαυτούς τους σε οποιοδήποτε σκληρό πρόγραμμα. Και το πιο θαυμαστό; Πραγματικά δεν τους ενδιαφέρει αν η συνέπεια αυτής της απόφασης είναι ένα στενό τζιν και λίγο πιο φουσκωτά μάγουλα.
Aν ανήκεις σε αυτήν την δεύτερη κατηγορία, είσαι παράδειγμα προς μίμηση. Αν ανήκεις στην πρώτη, πάρε τον χρόνο σου και προσπάθησε να θυμηθείς ότι τίποτα δεν διαρκεί αιώνια.
