Στον μοντέρνο κόσμο της σύγχρονης ζωής μας, η τεχνολογία έχει αντικαταστήσει τις όποιες στιγμές ή ώρες βαρεμάρας υπήρχαν παλιότερα με την διαρκή ανάγκη να είμαστε συνδεδεμένοι στα κοινωνικά δίκτυα, να παρακολουθούμε τις όποιες εξελίξεις και να μην δίνουμε λεπτό ησυχίας στον σκοτισμένο μας εγκέφαλο. Αυτή η πρακτική όμως αποδεικνύεται για πολλούς λόγους επικίνδυνη, ενώ η απουσία της βαρεμάρας τελικά ίσως να μας κάνει κακό.

Γιατί ισχύει αυτό όμως; Τι το καλό έχει να μας προσφέρει η απραξία; Ο Jason Feifer αναλύει το θέμα στο τελευταίο του podcast Build for Tomorrow.

Η ρίζες της βαρεμάρας

Παρότι ο όρος βαρεμάρα είναι σχετικά καινούριος, οι ρίζες της βρίσκονται, που αλλού, στην Αρχαία Ελλάδα. Υπήρχε μάλιστα και ειδική λέξη, η “ακηδία”, που σήμαινε αθυμία ή ανορεξία, ενώ οι πρώτοι χριστιανοί περιέγραφαν με αυτήν τους ερημίτες που αποκόβονταν από τους ανθρώπους και τελικώς έχαναν την πίστη τους στον Θεό. Έτσι η λέξη απόκτησε αρνητική έννοια και με τον καιρό μετατράπηκε σε αμαρτία και μάλιστα από τις σοβαρότερες. Τον 12ο αιώνα η λέξη είχε ξεφύγει από την θρησκευτική της έννοια και χρησιμοποιούνταν και εκτός της χριστιανικής πίστης. Ο κάθε άνθρωπος μπορούσε να υποφέρει από αυτήν. Εκείνη την εποχή και οι Γάλλοι επινόησαν μια ανάλογη λέξη, ennui, που δεν σχετιζόταν με την πίστη και απλά σήμαινε βαριά ατονία.

Τον 18ο αιώνα, η λέξη ennui υιοθετήθηκε από τους Άγγλους, ενώ θεωρούνταν κάτι εξαιρετικά κακό και στην Αμερική. Θεωρούνταν μάλιστα ένας σίγουρος δρόμος προς τον αλκοολισμό ή αντίστροφα, ότι ο αλκοολισμός προκαλούσε την βαρεμάρα. Είχε επίσης την ίδια σχέση με τον αυνανισμό. Υπάρχουν μάλιστα πολλές αναφορές στα άσυλα της εποχής για συμπεριφορές που σχετίζονται με την βαρεμάρα, αλλά ακόμα και σχετικά άρθρα στις εφημερίδες.

Ο άνθρωπος της εποχής εκείνης εκλάμβανε την βαρεμάρα ως ένα μείγμα απραξίας συνδυασμένο με μεγάλη ντροπή για τον χρόνο που διέθετε κάποιος σε αυτήν.

Φυσικά, τόσο η ακηδία όσο και το ennui, ήταν έννοιες που αφορούσαν κυρίως την ελίτ, διότι ο απλός κόσμος δεν είχε την πολυτέλεια να τεμπελιάζει, ούτε την καλλιέργεια για να εκτιμήσει μια τέτοια κατάσταση ως επικίνδυνη. Επίσης οι σκληρά εργαζόμενοι άνθρωποι των λαϊκών τάξεων δεν γνώριζαν καν την λέξη βαρεμάρα. Όταν είχαν λίγο χρόνο στην διάθεσή τους, τον ονόμαζαν ξεκούραση και τον χρησιμοποιούσαν για να διαβάσουν κάτι ή να ησυχάσουν το κεφάλι τους από τις έγνοιες.

Η βαρεμάρα άλλαξε έννοια όταν άλλαξε η σχέση του ανθρώπου με την εργασία

Στον 19ο και 20ο αιώνα άλλαξε δραματικά η έννοια της εργασίας εξαιτίας της βιομηχανικής επανάστασης και μαζί της άλλαξε και η φύση της βαρεμάρας, οι άνθρωποι που την ένοιωθαν και ο τρόπος με τον οποίο την ένοιωθαν. Η επαναλαμβανόμενη φύση της δουλειάς στα εργοστάσια, μπορεί να έδινε μεροκάματα σε περισσότερο κόσμο, έδινε όμως και λιγότερο ενδιαφέρον για το αντικείμενο της εργασίας με αποτέλεσμα να τους κάνει να βαριούνται πιο εύκολα, πράγμα που προβλημάτιζε τους εργοδότες. Έτσι δημιουργήθηκε το υπόβαθρο για να έρθει κανονικά στο προσκήνιο η λέξη βαρεμάρα και μπορούσε πια να αφορά τους πάντες, από τους πλούσιους έως του φτωχότερους, ασχέτως εργασίας ή κοινωνικής τάξης.

Η νέα αυτή κοινωνική συνθήκη, δημιούργησε όμως άλλου τύπου προβλήματα, λέει ο Feifer. Πως θα παρέμεναν στις βαρετές αυτές δουλειές τα εκατομμύρια των εργαζομένων έτσι ώστε να συνεχιστεί η ανάπτυξη που ήρθε με την βιομηχανική επανάσταση;

Αυτό το κενό ήρθε να γεμίσει η μαζική προσφορά διασκέδασης που δεν υπήρχε παλιότερα. Στους προηγούμενους αιώνες, μόνο οι εύποροι είχαν πρόσβαση σε διασκεδάσεις και θεάματα. Τώρα όμως είχε έρθει η ώρα να θεωρήσουν και οι φτωχότερες μάζες ότι δικαιούνται να περάσουν κάπου διασκεδαστικά τον χρόνο τους μετά από μια μέρα ή μια εβδομάδα σκληρής και βαρετής δουλειάς. Επομένως το δίπολο ήταν: περνάω μια πολύ βαρετή μέρα στο εργοστάσιο, αλλά έχω τα χρήματα να πάω μετά στο σινεμά για να ξεβαρεθώ.

Αυτή η αλλαγή σκέψης έφερε ακόμα μεγαλύτερες αλλαγές για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τις ζωές μας. Η επανάσταση αυτή, έφερε όπως ήταν αναμενόμενο μεγάλες αλλαγές όσον αφορά τις προσδοκίες που είχε ο μέσος άνθρωπος από την ζωή του πλέον, θεωρώντας την απόλαυση, την διασκέδαση και την ανεμελιά ως βασικά του δικαιώματα.

Η ανάγκη για περισπασμούς και ενδιαφέροντα

Εκείνη λοιπόν την εποχή μπήκαν οι πρώτοι σπόροι για την σημερινή επιθυμία μας για υπερβολικούς περισπασμούς. Οι τότε ψυχολόγοι και οι κοινωνιολόγοι μάλιστα εξέφραζαν ανησυχίες για το πόσο ήταν σωστό να εκτίθενται οι ανθρώπινοι εγκέφαλοι σε τόσες πληροφορίες που έπαιρναν από τα θέατρα, τα σινεμά και το ραδιόφωνο. Η υπερέκθεση αυτή σε τόσες εικόνες και πληροφορίες θεωρήθηκε πιθανά βλαβερή καθώς θα οδηγούσε σε αισθητηριακό παραφόρτωμα και θα έκανε τους ανθρώπους νευρικούς και αγχώδεις με μια τάση να ζητούν συνεχώς περισσότερα ερεθίσματα στην καθημερινότητά τους.

Στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, η κουβέντα αυτή μεταξύ των επιστημόνων πήγε ένα βήμα παραπέρα και η έννοια της βαρεμάρας ταυτίστηκε με την έννοια της διασκέδασης. Η ίδια η βιομηχανία του θεάματος θεωρήθηκε η πηγή του κακού και η αιτία για την βαρεμάρα του τότε σύγχρονου ανθρώπου καθώς αποτελεί τον κύριο περισπασμό ώστε το καθημερινός άνθρωπος να μην μπορεί να καλλιεργήσει το μυαλό του. Ότι με δυο λόγια, μας χαζεύει το μυαλό.

Ο Feifer ισχυρίζεται ότι αυτό πυροδότησε μια ολόκληρη αλυσιδωτή αντίδραση που βασίζεται στο άγχος που αποκτήσαμε από την εισβολή όλων αυτών των συσκευών στην ζωή μας, ραδιοφώνων, τηλεοράσεων, smart phones και της σχέσης που αναπτύσσουμε μαζί τους. Η βαρεμάρα μας δεν είναι μια επιθυμητή κατάσταση, αλλά περισσότερο μια ένδειξη ότι το μυαλό μας ζητάει να το απασχολούμε διαρκώς.

Σύμφωνα με τον John Eastwood, καθηγητή Ψυχολογίας στο York University που λειτουργεί μάλιστα ένα Εργαστήρι Βαρεμάρας, είναι σημαντικό να διαχωρίσουμε την βαρεμάρα από το να βρισκόμαστε σε μια κατάσταση χωρίς ερεθίσματα. “Συχνά οι άνθρωποι συμπεραίνουν εσφαλμένα ότι βαριούνται όταν δεν έχουν κάτι συγκεκριμένο να κάνουν” λέει ο Eastwood, ορίζοντας την βαρεμάρα ως ένα ενοχλητικό συναίσθημα όπου θέλουμε κάτι να κάνουμε αλλά δεν βρίσκουμε τίποτα να μας ευχαριστεί.

“Δεν θα πρέπει να σκεφτόμαστε ότι ένα Σαββατοκύριακο χωρίς internet θα είναι απαραίτητα βαρετό. Αυτό όμως που πρέπει να αναγνωρίσουμε είναι ότι ίσως θα πρέπει να βελτιώσουμε την ικανότητά μας να βρίσκουμε ενδιαφέροντα πράγματα να απασχολούμε τον μυαλό μας ακόμα κι όταν δεν έχουμε υπάρχει κάτι να μας κινήσει το ενδιαφέρον.”

Ο Feifer εξηγεί λοιπόν ότι ενώ η απασχόληση με το κινητό μας δεν είναι ίσως η καλύτερη λύση για τις ώρες που βαριόμαστε, δεν σημαίνει όμως ότι η τάση που έχουμε να αποφεύγουμε την βαρεμάρα είναι λάθος. Αντίθετα, όταν λαμβάνουμε οποιαδήποτε μέτρα για να αποφύγουμε τις στιγμές της ανούσιας απραξίας, ουσιαστικά προσπαθούμε να ξανακερδίσουμε το αίσθημα της ενεργής μας παρουσίας σε αυτόν εδώ τον κόσμο. Με το να καταδικάζουμε τους τρόπους με τους οποίους πολλοί από εμάς προσπαθούν να την νικήσουν, δεν προχωράμε παραπέρα. Στην τελική ανάλυση, μέσα σε τέτοιες στιγμές που δεν έχουμε τίποτα να κάνουμε είναι πιθανό να καταστρώσουμε τα ωραιότερα σχέδια για το μέλλον ή να γεννήσουμε συναρπαστικές νέες ιδέες.

@oneofusgr

If you're here, you're one of us!