Ο Γιάννης Απέργης έδωσε συνέντευξή στο Πρωινό και την Φαίη Σκορδά και τον Γιώργο Λιάγκα. Μίλησε για την εγκυμοσύνη της γυναίκας του, τις δυσκολίες να βρει δουλειά στο πρώτο lockdown και τη σειρά Παρουσιάστε. Ωστόσο, το πιο “αιχμηρό” κομμάτι της συνέντευξής του αφορούσε τα παιδικά του χρόνια και τον ρατσισμό που βίωσε, όταν ήρθε με την οικογένειά του από την Αλβανία στην Ελλάδα.
Μπορεί στην Ελλάδα να θέλουμε να πιστεύουμε και να προβάλλουμε ότι είμαστε ένας φιλόξενος λαός. Αυτό, όμως, συχνά αποδεικνύεται ότι ισχύει μόνο για τους τουρίστες ή για όσους μεταναστεύουν από βορειοευρωπαϊκές χώρες. Όταν κάποιος έρχεται από κάποια κατώτερη στο μυαλό μας χώρα, η φιλοξενία πολλών (όχι όλων) πάει περίπατο. Στη θέση της μπαίνει ο ρατσισμός και οι προκαταλήψεις. Αυτό έχουν αποδείξει οι ιστορίες, που ακούμε από τους Αλβανούς μετανάστες -ειδικά όσων ήρθαν στην χώρα στα 90s και τις αρχές των 00s- και, τα τελευταία χρόνια, από τους πρόσφυγες.
Ο πρώτος ρατσισμός που βίωσε η οικογένεια του Γιάννη Απέργη
Αυτό αποδεικνύει και η ιστορία του Γιάννη Απέργη. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Αργυρόκαστρο της Αλβανίας, μέχρι που το 1995, σε ηλικία 5 ετών, μετανάστευσε με την οικογένειά του στην Αθήνα. Τα σύνορα μεταξύ των δύο χωρών είχαν ανοίξει μόλις πριν μερικά χρόνια, το 1991, και αρκετοί Έλληνες αντιμετώπιζαν με φόβο, καχυποψία και γενικά ρατσισμό τους Αλβανούς. Βασική αιτία-δικαιολογία ήταν το γεγονός ότι, μαζί με τα σύνορα, στην Αλβανία άνοιξαν και οι φυλακές, οπότε πολλοί εγκληματίες πέρασαν στην Ελλάδα.
Ο ηθοποιός και η οικογένειά του βίωσαν σχεδόν αμέσως τα σημάδια του ρατσισμού, από την στιγμή που άρχισαν να ψάχνουν σπίτι. Όπως περιγράφει, ο πατέρας του μιλούσε καλά ελληνικά. Γι’ αυτό όταν συνεννοούταν μέσω τηλεφώνου, κανείς δεν καταλάβαινε την καταγωγή του και τους καλούσαν να δουν τα σπίτια. Με το που πήγαιναν και τους ρώταγαν από πού είναι και απαντούσαν από την Αλβανία, ξαφνικά το σπίτι είχε πουληθεί και δεν ήταν πλέον διαθέσιμο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να περάσουν ένα διάστημα άστεγοι και αναγκασμένοι να κοιμούνται στα παγκάκια στο Άλσος Λογγίνου.
Ρατσισμός από συμμαθητές και εκπαιδευτικούς
Στο σχολείο τα πράγματα δεν έγιναν πιο εύκολα. Είχε να αντιμετωπίσει όχι μόνο τον ρατσισμό των παιδιών, αλλά και των εκπαιδευτικών. Οι συμμαθητές του τού έριχναν κάτω το θρανίο, ενώ το πιο extreme περιστατικό, που του είχε συμβεί, ήταν όταν ανακάλυψε ότι κάποιος είχε ουρήσει μέσα στην τσάντα του. Η δασκάλα του όχι απλά δεν έκανε τίποτα, για να βοηθήσει τον μαθητή της, αλλά ενίσχυε την ρατσιστική ρητορική που τον περιέβαλε. Χαρακτηριστικά, μόλις κάτι γινόταν στο σχολείο, μάζευε τους γονείς και έλεγε ότι έφταιγε το “Αλβανάκι”, ακόμα κι αν δεν είχε κάνει τίποτα. Επιπλέον, έλεγε στους γονείς του να τον μαζέψουν γιατί θα καταλήξει στην φυλακή. Όλα αυτά όταν πήγαινε μόλις Α’ Δημοτικού.
Σε καμία φάση, με τα χρόνια, δεν εξομάλυνε τη συμπεριφορά της. Στην ΣΤ’ Δημοτικού, γύρισε και είπε στους Αλβανούς μαθητές της ότι δεν φταίνε εκείνοι. Ποιος έφταιγε; Σύμφωνα με εκείνη, το Σύστημα που δεν είχε φροντίσει να τους βάλει σε ξεχωριστά σχολεία από τους Έλληνες. Χρόνια αργότερα, όταν ο Γιάννης Απέργης την συνάντησε στο σχολείο για να της δώσει προσκλήσεις για την παράστασή του και να προτείνει να δώσει μία δωρεάν παράσταση για τους μαθητές, εκείνη όχι απλά δεν τον ευχαρίστησε, αλλά αγνόησε την πρότασή του και δεν πήγε ποτέ στο θέατρο.
Ποιος φταίει τελικά;
Εμείς δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε σε ένα σημείο με την τότε δασκάλα του. Πράγματι έφταιγε το Σύστημα. Και φταίει μέχρι σήμερα. Προφανώς όχι γιατί δεν βάζει σε ξεχωριστά σχολεία μετανάστες και πρόσφυγες. Το πρόβλημα είναι ότι δεν περνάει από κανέναν έλεγχο τους εκπαιδευτικούς που αναλαμβάνουν και επηρεάζουν την ψυχική διάπλαση μικρών παιδιών.
Για τα όσα πέρασε κάποτε ο όποιος 5χρονος, 10 χρονος, 12χρονος Γιάννης Απέργης, λοιπόν, δύο βασικές πλευρές μπορούμε να κατηγορήσουμε. Από τη μία, τους γονείς που έμαθαν τα παιδιά τους ότι ο Αλβανός είναι κακός, δεν πρέπει να τον κάνουμε παρέα και πρέπει να τον διώξουμε. Γιατί κανένα παιδί δεν γεννιέται με τον ρατσισμό μέσα του, κάποιος του τον μαθαίνει. Από την άλλη, το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας, που μέχρι σήμερα αρνείται να περάσει τους δασκάλους και τους καθηγητές από την οποιαδήποτε ψυχολογική αξιολόγηση. Και κάπως έτσι, ανήλικα παιδιά καταλήγουν να “μολύνονται” από τοξικούς ή/και διαταραγμένους εκπαιδευτικούς, είτε ως θύματά τους, είτε ως “σφουγγάρια” των συμπεριφορών και των απόψεων τους.
