Όταν ήμουν στην Πρώτη Λυκείου, είχαμε έναν καθηγητή στα φιλολογικά ο οποίος έπασχε από κάποια αρρώστια άγνωστη σε εμάς, για την οποία έπρεπε να παίρνει φαρμακευτική αγωγή που του έφερνε υπνηλία. Μαζί του είχαμε έκθεση και λογοτεχνία, επομένως πολλές φορές μας δίδασκε για ένα δίωρο συνεχόμενα, κατά την διάρκεια του οποίου κάναμε “μάθημα” για ένα τέταρτο, μετά μας έβαζε να διαβάσουμε το επόμενο κεφάλαιο και όποιος τελείωνε μπορούσε να βγει στο προαύλιο. “Αν σας δει η διευθύντρια, πείτε της ότι είχατε διαγώνισμα και τελειώσατε” μας έλεγε πριν τον πάρει ο ύπνος στην έδρα και πάλι καλά που τότε μόλις είχαν πρωτοβγει τα κινητά με κάμερα γιατί αλλιώς θα είχε γίνει viral. Ο καθηγητής αυτός είχε τρομερό κύρος, είχε γράψει ακαδημαϊκά βιβλία που διδάσκονταν στα Πανεπιστήμια, θεωρούνταν αυθεντία στα θέματα της ελληνικής γλώσσας και ιστορίας και κατείχε τουλάχιστον τέσσερα πτυχία. Ήταν επίσης τελείως ακατάλληλος για να βρίσκεται σε αίθουσα Λυκείου, και ο οποιοσδήποτε αρμόδιος παιδείας θα μπορούσε να το δει αν έριχνε έστω μια ματιά την ώρα του μαθήματος.
Άλλες περιπτώσεις στο ίδιο σχολείο ήταν μία καθηγήτρια στα 70 της που ξεμπρόστιαζε τις μαθήτριες όταν φορούσαν κολλητά παντελόνια και έλεγε πως εκείνη δεν την έχει αγγίξει ποτέ ανδρικό χέρι, ένας πληροφορικάριος που δήλωνε πως αυτήν την δουλειά την κάνει για τα πούρα του, μία κυρία που έχανε τον ειρμό της την ώρα της παράδοσης και άρχιζε να ουρλιάζει (και να φτύνει) σε όλη την τάξη και, φυσικά, ο Κλασικός Μεγάλος Άνδρας που σε σήκωνε στον πίνακα για να κοιτάξει τον πισινό σου ή έσκυβε πάνω από το θρανίο χαζεύοντας τα ντεκολτέ των κοριτσιών. Όχι, δεν ήμουν σε σχολείο με τρελούς. Όλοι έχουμε παρόμοιες ιστορίες. Άλλοι πολύ χειρότερες από την δική μου.
Φυσικά, το πρόβλημα με τους παραπάνω ήταν κυρίως πως η πολιτεία τους είχε εμπιστευτεί να καλύψουν μία ύλη, να μας διδάξουν και να μας βοηθήσουν να προετοιμαστούμε για τις εξετάσεις και δεν φάνηκαν αντάξιοι της αποστολής. Στην χειρότερη περίπτωση ήταν creepy και αηδιαστικοί. Δεν μπορούμε να τους προσάψουμε κατηγορίες κακοποίησης, ούτε σεξουαλικής παρενόχλησης, όμως δίνουν δείγμα ενός τεράστιου προβλήματος με μεγάλο βάθος, που βρίσκει τις ρίζες του στην ελληνική εκπαίδευση και εξαπλώνεται σε πάρα πολλές βαθμίδες της:
Το σύστημα στα σχολεία είναι για τους περισσότερους η πρώτη μας επαφή με την σαπίλα: Άνθρωποι ακατάλληλοι συνεχίζουν να στρογγυλοκάθονται στις θέσεις τους, όντας άχρηστοι ή ακόμα και επικίνδυνοι, ενώ οι υπόλοιποι μεγάλοι που κυκλοφορούν στους διαδρόμους γνωρίζουν πολύ καλά τι συμβαίνει όταν το κουδούνι χτυπάει και κάνουν τα στραβά μάτια (προφανώς η διευθύντρια ήξερε ότι δεν γράφαμε διαγώνισμα κάθε εβδομάδα). Γιατί λοιπόν δεν υπάρχει κανενός είδους ψυχολογική αξιολόγηση για το ποιος χρίζεται υπεύθυνος να βρεθεί σε αίθουσες με ανήλικα άτομα; Γιατί αρκεί ένα ή δύο πτυχία για να αναλάβει την διαπαιδαγώγηση, επιρροή και τόσο συχνή επικοινωνία με νέα μυαλά και προσωπικότητες που πλάθονται εκείνη την στιγμή; Χωρίς καμία προστασία, χωρίς την αίσθηση πως υπάρχει έστω ένα άτομο στον χώρο του σχολείου που βρίσκεται εκεί για να μας προστατεύσει, είναι φυσικό να συνηθίζουμε στην ιδέα πως δεν θα νικήσουμε ποτέ. Πως είναι καλύτερα να μην μιλάμε γιατί δεν υπάρχει κανένας να μας ακούσει. Πως η φυσική αντίδραση όταν ο 50χρονος μαθηματικός κοιτάει το στήθος σου όσο γράφεις, είναι να γελάσεις. Και αυτή η τακτική αποφοιτά, πηγαίνει στο πανεπιστήμιο, βρίσκει δουλειά, έρχεται μαζί σου παντού από τις οντισιόν μέχρι τις συνεντεύξεις. Μαθαίνεις να ανέχεσαι τους άχρηστους και επικίνδυνους, γιατί φοβάσαι πως αν αντιδράσεις, πρώτα θα σε βάλουν τιμωρία, ύστερα θα σε κόψουν στο μάθημα, δεν θα πάρεις πτυχίο, θα χάσεις την δουλειά, θα μπεις στην μαύρη λίστα.
Ψυχολογική αξιολόγηση των δασκάλων και των μαθητών. Κοινωνικοί σύμβουλοι μέσα στα σχολεία και τα πανεπιστήμια. Αν θέλουμε κάτι να αλλάξει, το αγκάθι πρέπει να κοπεί από την ρίζα του.