Γνώρισα τη Μάρθα στη συναυλία των Arctic Monkeys μέσω κοινών φίλων. Καθώς τότε μέναμε στην ίδια περιοχή γυρίσαμε στο σπίτι παρέα και ως είθισται ανταλλάξαμε social. Έκτοτε παρακολουθώ τη Μάρθα καθώς συχνά πυκνά μοιράζεται μέσω των λογαριασμών της ενδιαφέρουσες πληροφορίες σχετικά με την μόδα, στον τομέα της οποίας εργάζεται καθώς είναι e-commerce manager σε e-shop με Έλληνες σχεδιαστές και ταυτόχρονα ασχολείται με το styling, γράφει κατά καιρούς για online περιοδικά και έχει κάνει trend forecasting.
Από την αρχή της πανδημίας η δραστηριότητά της στα social έγινε πιο έντονη κι έτσι μια μέρα βρέθηκα να καταβροχθίζω το blog της Van K. στο οποίο γράφει για ιστορίες μόδας και κάνει break down διάσημα outfits. Ανάμεσά τους και εκείνα της ταινίας “Almost Famous”, μίας ταινίας που αγαπώ πολύ και για εκείνη αποτελεί επίσης comfort movie. Της ζητήσαμε να μας συστηθεί και να αναλύσει τα outfits του “Almost Famous” για το One of Us.
Μάρθα, πότε ξεκίνησε το ενδιαφέρον σου για τη μόδα;
Αν και θα ακουστεί αρκετά κλισέ, από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου ήθελα να ασχοληθώ με την μόδα. Πριν ξεκινήσω το σχολείο γέμιζα τους τοίχους με ζωγραφιές μοντέλων με ρούχα και η μητέρα μου έτρεχε από πίσω να τα καθαρίσει, νομίζω έχει κρατήσει ακόμα διάφορα σκίτσα σε χαρτιά. Το ενδιαφέρον μου προς την μόδα παρέμεινε σταθερό μέσα στα χρόνια, πάντα έβρισκα τρόπους να έχω σχέση με τα ρούχα, στα 10 μου περίπου ξεκίνησα να διαβάζω εφηβικά περιοδικά και περιοδικά μόδας λίγο αργότερα, όπου παρέμεινε μία μηνιαία συνήθεια μου. Επιπλέον, απέκτησα πρόσβαση στο ίντερνετ σχετικά νωρίς (για την εποχή), οπότε το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να ψάχνω για μόδα και μουσική. Νομίζω η πρώτη real επαφή με μόδα που είχα ήταν κάπου στα 13 μου, το Stardoll, ένα site στο οποίο αρχικά έμπαινες για να ντύνεις celebrities paperdolls αλλά με τον καιρό έγινε μία από τις πρώτες πλατφόρμες που συνδύαζαν lifestyle και social media και έκανε συνεργασίες με top brands, μία διαδικτυακή εμμονή που κράτησε αρκετά χρόνια.
Πώς ξεκίνησε η ιδέα να μοιράζεσαι ιστορίες μόδας με τον κόσμο που σε ακολουθεί στα social και πώς αυτό αργότερα μετατράπηκε σε blog;
Γενικά, πάντα μοιραζόμουν διάφορες απόψεις σχετικά με την μόδα στα social media, τις οποίες εμπλούτιζα με ιστορικά γεγονότα μόδας. Κάποια στιγμή μέσα σε αυτήν την καραντίνα έπεσα πάνω σε ένα άρθρο για την Chanel και έγραψα την άποψη μου στηρίζοντας την και σε μία μίνι ιστορική αναφορά στον οίκο και το τι πρεσβεύει. Μετά από δύο μέρες πέτυχα μία δημιουργία από μία συγκεκριμένη συλλογή του Alexander McQueen την οποία δεν είχα ψάξει, έτσι ξεκίνησα να την ψάχνω κυρίως για να μάθω εγώ αυτά που ήθελα και μετά αποφάσισα να μοιραστώ αυτά που διάβασα, ώστε να κάνω και το statement μου αλλά και να έχω και ένα αρχείο αυτών που έχω βρει. Έτσι, το ένα έφερε το άλλο, συνέχισα να το κάνω και είδα ότι άρεσε σε αρκετούς, οι οποίοι μου έστειλαν ότι διαβάζουν με ενδιαφέρον αυτά που ανεβάζω και αποφάσισα ότι έπρεπε να τα βάλω κάπου μαζεμένα, αφενός για να μην χάσω τις πληροφορίες, αφετέρου για να μπορέσει να τα δει και κάποιος άλλος που ενδεχομένως ενδιαφέρεται. Το blog το είχα από το 2016 αλλά το λειτουργούσα πιο πολύ σαν portfolio για τις φωτογραφίσεις, τα κολάζ μου και ως σημείο έκφρασης των συναισθημάτων μου (αν κάποιος κάνει scroll σε παλαιότερα άρθρα θα βρει ακόμα και ένα κείμενο-ποιήμα εμπνευσμένο από την Christianne F). Αφού είχα την πλατφόρμα έτοιμη, το να τα μεταφέρω εκεί ως άρθρα φάνηκε λογική ιδέα.

Η Μάρθα Καρούσου
Θα έβλεπες το blog να εξελίσσεται σε κάτι μεγαλύτερο;
Η αλήθεια είναι ότι όπως είπα και παραπάνω για εμένα το blog και το instagram μου λειτουργούν πιο πολύ ως portfolio και ως ένα σημείο που μπορώ να μαζέψω και να μοιραστώ πληροφορίες. Από εκεί και πέρα θα μου άρεσε να εξελιχθεί ως ένας χώρος με μαζεμένα ιστορικά γεγονότα μόδας που θα μπορεί κάποιος να αναζητήσει και να εμπνευστεί. Θα ήθελα γενικά στην χώρα μας να υπήρχε περισσότερη πρόσβαση σε τέτοιου είδους πληροφορία και μεγαλύτερη εκτίμηση στην μόδα ως μόδα και όχι ως λιανικό εμπόριο και θεωρώ ότι το να γνωρίζουμε ιστορία της μόδας, της τέχνης και γενικά του πολιτισμού είναι το πρώτο βήμα για να εκτιμήσουμε την τέχνη γενικά.
Τι σου αρέσει περισσότερο στο να γράφεις για μόδα;
Αγαπώ πολύ την ιστορία της μόδας, γιατί κάθε φορά που μαθαίνω κάτι καινούριο για αυτόν τον χώρο, μου δίνει περισσότερη θέληση να συνεχίσω να ασχολούμαι με όλο αυτό και θεωρώ ότι αν μοιραστώ αυτές τις πληροφορίες, ίσως από την μία οι αναγνώστες καταλάβουν ότι υπάρχει και η μη ρηχή πλευρά της μόδας, την δουν ως ένα κομμάτι του πολιτισμού και όχι του εμπορίου και από την άλλη, για αυτούς που θέλουν να ασχοληθούν ή ασχολούνται ήδη με τον χώρο, τους ανοίξει ακόμα περισσότερο τους ορίζοντες. Ωστόσο, το αγαπημένο μου είναι να γράφω μανιφέστο για την μόδα και να το συνδέω με τον πολιτισμό και την κοινωνία μας γενικά. Τα αγαπημένα μου κείμενα είναι αυτά γιατί είναι πράγματα τα οποία με προβληματίζουν και θέλω να τα εκφράσω με τον δικό μου τρόπο και μέσω της δικής μου οπτικής, σκεπτόμενη ότι μπορεί να υπάρχει έστω και ένα άτομο εκεί έξω που διαβάζοντας το κείμενο μου μπει σε διαδικασία να προβληματιστεί, να αναζητήσει πράγματα, ακόμα και να εμπνευστεί. Ουσιαστικά, είναι αυτό που αναζητώ κι εγώ στα κείμενα των άλλων και αυτό που θα με κάνει να σταθώ σε ένα άρθρο.
Ποια είναι η dream job σου στο χώρο της μόδας;
Εν έτει 2021, δυστυχώς το dream job στην μόδα είναι κάτι περίπλοκο. Η μόδα επηρεάζεται άμεσα από τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις και τα τελευταία χρόνια βρίσκεται σε μία μπερδεμένη κατάσταση στην οποία ψάχνει να βρει την θέση της σε μία μπερδεμένη κοινωνία. Αυτό μας βρίσκει και τους υπόλοιπους σε μία στασιμότητα, μία αβεβαιότητα για το τι και πως θα γίνει τελικά. Ωστόσο, επειδή ελπίζουμε ότι κάποια στιγμή θα είναι όλα καλύτερα, θα έλεγα ότι ιδανικά θα ήθελα να ασχοληθώ με το creative direction είτε σε κάποιο περιοδικό (όχι το Vogue χαχα), είτε σε κάποιον οίκο μόδας (ιδανικά στο Παρίσι).
Γιατί μοιράζεσαι την ιστορία πίσω από τα outfits του Almost Famous μαζί μας;
Πέρα από τη μόδα, η δεύτερη μεγάλη αδυναμία μου είναι η μουσική. To “Almost Famous” τα συνδυάζει άψογα και τα δύο. Αποτελεί μία από τις αγαπημένες μου ταινίες, θα έλεγα ότι πλέον είναι comfort movie, την βλέπω όταν θέλω να νιώσω καλά, επίσης με εμπνέει κάθε φορά. Οπότε, εφόσον ξεκίνησα να γράφω για ιστορίες μόδας το θεώρησα απαραίτητο να αναφερθώ στο ενδυματολογικό κομμάτι του Almost Famous, καθώς είναι σούπερ ενδιαφέρον και μελετημένο και δείχνει ακριβώς τι σημασία θα πρέπει να δίνεται στο ντύσιμο στον χώρο του θεάματος και πόση μελέτη χρειάζεται για να βγει ένα άρτιο αποτέλεσμα αισθητικά που ταυτόχρονα με τις κατάλληλες πινελιές θα μας δώσει ακριβώς το συναίσθημα που χρειάζεται. Ουσιαστικά, με αυτή μου την αναφορά θέλω οι αναγνώστες να καταλάβουν ότι η ενδυματολογία είναι κάτι μελετημένο, κάτι που έχει πολλή δουλειά από πίσω και που αν γίνει σωστά μπορεί να κάνει μία ταινία εμβληματική. Αυτό που βλέπουμε δεν είναι ποτέ τυχαίο, δεν είναι απλά ένα παλτό, είναι το παλτό της Penny Lane, το κουκούλι της, η προστασία της. Και για αυτό έγινε και iconic.
Van K. breaks down the iconic Almost Famous outfits
Μία από τις ταινίες που έχουν αφήσει το στίγμα τους στον χώρο της μόδας, κάνοντας πολλούς δημιουργούς να επηρεάζονται από αυτήν αλλά και να την έχουν ως σημείο αναφοράς ακόμα και 20 χρόνια μετά, είναι το “Almost Famous”.
Φυσικά όταν η ενδυματολόγος της ταινίας είναι η Betsy Heimann, η οποία έχει επιμεληθεί και το εμβληματικό στυλ της Mia Wallace στο Pulp Fiction (για την ακρίβεια όλης της ταινίας) αλλά και τα κοστούμια στο Reservoir Dogs, γνωρίζουμε ότι δεν πρόκειται για ένα απλό styling αλλά μία εικόνα που ολοκληρώνει το χτίσιμο του κάθε χαρακτήρα και δίνει την απαραίτητη πινελιά στο νόημα της κάθε σκηνής.
Η γκαρνταρόμπα της ταινίας μεταφέρει απόλυτα τον θεατή στα 70’s και συγκεκριμένα στην boho, ροκ αισθητική που πλαισιώνει άψογα την αίσθηση της ταινίας. Η τόσο λεπτομερής μεταφορά στην εποχή, οφείλεται στο γεγονός ότι η Betsy Heimman σχεδίασε και έραψε όλα τα ρούχα της ταινίας η ίδια, εκτός από τα τζιν τα οποία ήθελε να είναι τα κλασικά της εποχής Levi’s 501 και τα έψαξε σε βαρέλια από outlet στο Seattle.
Η αρχική της έμπνευση βρέθηκε από τον καλό της φίλο και φωτογράφο Joel Bernstein, ο οποίος τις έδωσε όλες τις φωτογραφίες από το “Times Fade Away” τουρ του Neil Young το 1973. “Ήταν μία φωτογραφία ενός γνωστού μας που χάσαμε πρόσφατα και ήταν πολύ καλός φίλος του Neil Young. Δεν ξέρω σε ποια πόλη ήταν, αλλά βρισκόταν σε αυτό το μεγάλo καμαρίνι και καθόταν στην γωνία, απλά κοιτώντας την κάμερα. Ήταν κάτι πολύ μοναχικό και αθώο. Είπα, οκ, αυτός θα είναι ο William”.
Sapphire
Οι Black Sabbath, επίσης, παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην ενδυματολογική έμπνευση. Η Heimman έφτιαξε κάποια t-shirt Black Sabbath τα οποία τα έκανε να μοιάζουν παλιά, σέρνοντας τα πίσω από ένα φορτηγό, το ίδιο συνέβη και με όλα τα ρούχα της ταινίας. Η Sapphire, band-aid των Sabbath είχε και το αντίστοιχο στυλ. Το κορίτσι με τα δερμάτινα, την δαντέλα, τα φτερά και όλα αυτά τα κοσμήματα (τα οποία είναι από την προσωπική συλλογή της ηθοποιού, μάλιστα είναι η μοναδική που φοράει κάτι δικόο της στην ταινία) που έχει μαζέψει από όλες τις πόλεις στα παγκόσμια τουρ της μπάντας, η προκλητική, η έμπειρη, η “μητέρα-κρυσφήγετο”, όπως την αποκαλεί η Heimman.
Penny Lane
Αδιαμφισβήτητα η πιο εμβληματική εικόνα της ταινίας και όχι τυχαία. Ο Cameron Crowe, είχε γράψει για το παλτό. “Ξέραμε ότι η Penny Lane έχει ένα παλτό. Μιλήσαμε για αυτό πολύ, όχι για το πως ήταν αλλά για το τι σήμαινε. Δεν υπήρχε κάποια εικόνα αναφοράς για αυτό, απλά ένιωθα ότι ήταν τόσο ευάλωτη μέσα της και τόσο δυνατή εξωτερικά, που αυτό το παλτό ήταν η πανοπλία της. Μπορούσε να τυλιχτεί με αυτό, χωρίς να έχει σημασία πόσο χαμηλά ή ανασφαλής νιώθει, βάζει το παλτό της και γίνεται η Penny Lane. Ήταν η ασφάλεια της”.
Το παλτό είναι επηρεασμένο από ζωγραφιές του εικονογράφου Erté και συγκεκριμένα από τα opera coats με το χαρακτηριστικό cocoon shape της δεκαετίας του 20, γιατί ήθελε να το παρουσιάσει ως κουκούλι το οποίο όταν το άνοιγε γινόταν πεταλούδα. Στη συνέχεια, για να ενισχύσει την αίσθηση της ασφάλειας που αυτό το παλτό έδινε στην Penny Lane, ένιωσε ότι πρέπει να προσθέσει στοιχεία γούνας πάνω σε αυτό. Τα υλικά για να φτιάξει το παλτό ήταν ύφασμα για έπιπλα από ένα μαγαζί στο LA και χαλιά από τα Urban Outfitters για την γούνα.
Στο χαρακτηριστικό στυλ της Penny Lane υπάρχουν και τα crop tops, τα οποία ήταν πολύ μεγάλο trend της εποχής αλλά έχουν και μία πιο vintage αισθητική. Πολλά από τα ρούχα της Penny Lane είναι εμπνευσμένα από τα 60’s καθώς “όταν κάνεις μία ταινία περιόδου πρέπει να πας ακόμα πιο πίσω στο χρόνο”. Για αυτό τον λόγο μπορεί κανείς να βρει αναφορές στα 30’s και στα 60’s στις ενδυματολογικές επιλογές της ταινίας.
Μία από τις αγαπημένες ενδυματολογικές στιγμές της Heimman είναι το εύθραυστο, διάφανο τοπ, το οποίο φοράει στην σκηνή που ο William λέει στην Penny Lane ότι ο Russel την πούλησε για $50 και ένα καφάσι μπύρες και του απαντάει “What kind of beer?”. Αυτό το τοπ φτιάχτηκε συγκεκριμένα για αυτήν την σκηνή, τους πήρε μάλιστα 3 μέρες να το φτιάξουν καθώς θέλανε να αντικατοπτρίζει ακριβώς την στιγμή και τα συναισθήματα. Δεν υπάρχει παλτό να την προστατέψει. Είναι χαρούμενη, είναι ελεύθερη, βλέπουμε τον εαυτό της και μετά ρωτάει τι είδους μπύρα, λες και αυτό θα μίκραινε την σημασία του γεγονότος ότι την πούλησαν για αυτό. Μπορείς να δεις μέσα από την μπλούζα αυτή, για την ακρίβεια δεν φοράει σουτιέν σε αυτήν την σκηνή, γεγονός που έδεσε ακόμα καλύτερα την ψυχολογία εκείνης της στιγμής. Μπορούσες να δεις μέσα της, να δεις ποια είναι.
Υπάρχουν μόνο δύο σκηνές όπου η Penny Lane αποχωρίζεται το hippie στυλ της. Η μία είναι στη Νέα Υόρκη όπου φοράει ένα μίνι τυρκουάζ φόρεμα, με τα μαλλιά της, για πρώτη φορά, πιασμένα ψηλά σε σινιόν, συνδυασμένο με μπεζ σουέντ μπότες ως το γόνατο διακοσμημένες με κοσμήματα. Ήταν μία προσπάθεια να ενηλικιωθεί και δείξει στον Russel “Tι έχασε”, καταπατώντας έτσι τον κανόνα της “Ποτέ μην το παίρνεις στα σοβαρά”, αφού αναπόφευκτα καταλήγει να πληγωθεί.
Η επόμενη είναι στο τέλος όπου φοράει ένα total black outfit στο αεροδρόμιο όπου ετοιμάζεται να αναχωρήσει για το Μαρόκο. Αυτή είναι μία Audrey Hepburn στιγμή της Penny Lane, όπου ξεκινάει ένα καινούριο κεφάλαιο στην ζωή της και ετοιμάζεται με τη νέα της περσόνα να ταξιδέψει στο Μαρόκο, μία εξωτική Αμερικάνα που επισκέπτεται μία ξένη χώρα. Εκεί είναι που ουσιαστικά έχει ωριμάσει συναισθηματικά και συνειδητοποιεί ότι η ζωή της αξίζει κάτι και δεν καθορίζεται από τι σκέφτονται οι άλλοι για αυτήν.
Οικογένεια Miller
Ένα άλλο πολύ σημαντικό highlight της ενδυματολογίας της ταινίας είναι η οικογένεια Miller. “Χρησιμοποίησα μία πολύ περιορισμένη παλέτα για την ταινία. Καφέ, navy, κεραμιδί και αβοκάντο ήταν τα τέσσερα κύρια χρώματα. Και μετά ήταν τα σκούρα ροζ, μωβ αλλά η οικογένεια Miller φορούσε πολύ κόκκινο, όπου ήταν και η μοναδική φορά που είδαμε χρώμα στην ταινία. Νομίζω ήταν ένας τρόπος να πω ότι ζούσαν στον δικό τους κόσμο. Απλά ταξίδευαν στον ρυθμό του δικού τους τύμπανου, η κόρη, η μητέρα και ο γιος ήταν όλοι μοναδικά διαφορετικοί από τον άλλον, αλλά στον δικό τους κόσμο”.
Η σημασία του να κατανοήσει ο ενδυματολόγος όχι μόνο την αίσθηση της ταινίας αλλά και τον κάθε χαρακτήρα είναι ζωτική όχι μόνο για την εικόνα της ταινίας αλλά και για την ολοκλήρωση της προσωπικότητας των ηρώων στα μάτια του θεατή. Το “Almost Famous” είναι ένα παράδειγμα το πως κάτι που φαινομενικά θα ήταν απλό έγινε εμβληματικό με την πινελιά της Betsy Heimann.
Anita
Η στολή αεροσυνοδού της Anita, αδελφής του William έχει φτιαχτεί από την Betsy Heimann η οποία ταξίδεψε μέχρι το San Francisco για να βρει το πραγματικό κοστούμι μίας παλιάς αεροσυνοδού της αεροπορικής εταιρίας Pacific Southwest Airlines, η οποία είχε ακόμα την στολή της και το είδαν, έβγαλαν φωτογραφίες και έφτιαξαν ένα ακριβώς ίδιο για την Zooey Deschanel.
Polexia
Η Polexia είναι μία από τους χαρακτήρες που έχουν vintage αισθητική, κυρίως επηρεασμένη από τα 30’s. Η ενδυματολόγος την περιγράφει ως αισθησιακή, συνειδητοποιημένη για το σώμα της, έτοιμη να λιώσει κατευθείαν πάνω σου. Έτσι, σκέφτηκε ότι αυτά τα 30’s φορέματα που μοιάζουν με slip dresses, θα ταίριαζαν απόλυτα στον χαρακτήρα της. Πρόσθεσε έναν γιακά δαντέλα και μερικά κουμπιά, φέρνοντας έτσι την 30’s αισθητική στα 70’s. Μία επιπλέον επιρροή για τον χαρακτήρα της Polexia ήταν ο πίνακας “Elaine the Fair” του William Ladd Taylor, στον οποίο βρήκε κάτι πολύ αναγεννησιακό και ένιωσε μία σύνδεση με την Polexia.