Γράφει η Αθηναΐς Νέγκα
Αν είστε κάτω από 40 ετών, είναι δύσκολο να σας εξηγήσω τι συνέβαινε στη νυχτερινή Αθήνα την δεκαετία των 90s, που ήταν λιγότερο περιπετειώδης από την δεκαετία 80s αλλά σαφώς πολύ πιο έντονη από την ξενέρα που ακολούθησε. Αν και ποτέ δεν υπήρξα στα αλήθεια νυχτερινός τύπος, θυμάμαι την εποχή και όσα έζησα ξώφαλτσα ίσως επειδή όσοι τα έζησαν και ήταν πραγματικά “μέσα” στα πράγματα έχουν σοβαρά κενά μνήμης. Υπήρχαν πολλά ποτά, ναρκωτικά που πλέον έχουν εκλείψει και nightlife 7 μέρες την εβδομάδα. Οι άσχετοι και οι βλάχοι έβγαιναν Παρασκευές και Σαββατοκύριακα, οι υπόλοιποι κυνηγούσαν τις ειδικές βραδιές, τις chic καθημερινές.
Παραμονή της Γιορτής της Γυναίκας λοιπόν, 1998 ή ’99, είμαι περίπου 25 ετών και μου αναθέτουν από το περιοδικό Symbol να πάω με έναν εξαιρετικό φωτογράφο σε μια “ειδική βραδιά” ανδρικού στριπτίζ. Το κείμενο που έγραψε η 25χρονη εκδοχή του εαυτού μου τότε, ακολουθεί:
Το σόου δεν έχει αρχίσει
“Έχετε κάποιο πρόβλημα με το γυμνό;”, με ρωτάει ο σερβιτόρος που με οδηγεί στα καμαρίνια. “Σας ρωτάω προτού μπούμε μέσα, για να μην νιώσετε άσχημα”.
“Όχι κανένα”, απαντώ κολακευμένη από το ενδιαφέρον. “Δεν θέλω να πάρω συνέντευξη, μόνο να τους δω λίγο για να έχω κάτι να γράψω,” συνεχίζω θαρραλέα. Η πόρτα ανοίγει και πέντε γυμνοί χορευτές αυνανίζονται μπροστά μου.
Με βλέπουν. Δεν σταματούν.
Δεν τους ενοχλώ.
Με χαιρετούν σαν γείτονες που ποτίζουν τον κήπο τους με το λάστιχο.
Στο βάθος η πόρτα της τουαλέτας είναι ανοιχτή.
Μέσα ένας ογκώδης, γυμνασμένος γυμνός, με γυρισμένη πλάτη και μαύρο καουμπόικο καπέλο.
Γραπώνω τον Σπύρο, τον φωτογράφο.
“Είμαστε εντάξει από εδώ; Πάμε τώρα έξω;” τον ρωτάω.
Καθώς βγαίνω, πέφτω πάνω στον Ebony που είναι όνομα και πράγμα.
Με χαιρετάει. Προσπαθώ να τον κοιτάξω στα μάτια. Συνειδητοποιώ πως τελικά έχω “πρόβλημα” με το γυμνό και με τους ευγενικούς αγνώστους που αυνανίζονται μπροστά μου σαν να μη τρέχει τίποτα.
Κάποιος με αστεία αγγλική προφορά φωνάζει: Who has the spray?
Στο μαγαζί, που υπό κανονικές συνθήκες δουλεύει με γυναικείο στριπτίζ, δεν πέφτει καρφίτσα.
Οι γυναίκες που ήρθαν απόψε να γιορτάσουν την Ημέρα της Γυναίκας ακολουθούν μια κάπως καινούργια παράδοση: απόψε οι ρόλοι αλλάζουν (;)κάπως έτσι φαντάζομαι θα το βλέπουν. Γιατί όχι;
Ο πρώτος στη σκηνή είναι ο Rebel Yell.
Δερμάτινη αποκριάτικη φορεσιά κακού καουμπόι, ανοιχτή από πίσω.
Πετάει άχαρα τα δερμάτινα σχεδόν αμέσως.
Μένει με το στρινγκ.
Αναρωτιέμαι αν υφίσταται γυναίκεια φαντασίωση όπου ο άνδρας κακός καουμπόι, φοράει στρινγκ.
Οι γυναίκες επί δέκα λεπτά ουρλιάζουν.
Εκείνος τυλίγει μια μπλε ελεκτρίκ μικρή πετσέτα γύρω από τη μέση του.
Τραβάει το στρινγκ του από κάτω, σαν να προσπαθεί να αλλάξει μαγιό στη μέση μιας πλαζ του ΕΟΤ.
Πρώτα το ένα πόδι μετά το άλλο.
Με μια κίνηση, που θυμίζει την αποκάλυψη εμβλήματος νέου πολιτικού κόμματος, αποκαλύπτει την επαγγελματική του στύση.
Μεγαλόπρεπη, χαλαρή!
Ναι, η δουλειά στα παρασκήνια δεν πήγε χαμένη, βοήθησε και το σπρέι.
Επιδεικνύεται.
Ασταμάτητα, αγχωτικά, κουνιέται, κάνει στροφές με ναρκισσιστικό παροξυσμό. Θέλει να τον λατρεύουν όλες.
Ακόμα και η πιο γραμμωμένη σάρκα, γυμνή στα φώτα τρεμουλιάζει.
Ξαφνικά, πάει στο βάθος της σκηνής, σκύβει. Παίρνει στα χέρια του ένα μπουκάλι με ενυδατικό γαλάκτωμα.
Το περιχύνει πανηγυρικά.
Η μουσική σταματάει.
Τινάζεται.
Τα λευκά σταγονίδια παίρνουν τα πρώτα τραπέζια.
Μια κυρία, γύρω στα εξήντα με χτένισμα Θάτσερ δείχνει στην απέναντι της τις σταγόνες του παχύρρευστου λευκού γαλακτώματος.
Ουρλιάζουν και οι δύο.
Δυο χορευτές επίσης με στρινγκ, σηκώνουν δύο γυναίκες από το κοινό, τις παίρνουν αγκαλιά -εκείνες τους κοιτάζουν με έρωτα. Στους συζύγους τους είπαν πως θα βγουν “με τα κορίτσια…”
Το κομμάτι που παίζει είναι ρομαντικό: Joe Cocker και Jennifer Warnes, τραγουδούν Up Where We Belong.
Οι γυμνοί χορευτές δίνουν από ένα πλαστικό λουλουδάκι στις κυρίες.
Αμέσως μετά όμως ξεχνάνε τους ιπποτισμούς.
Ο ένας, πλησιάζει την κυρία με το πιτσιλισμένο μαλλί.
Της δίνει ένα μπουκάλι baby oil κι αυτή τον αλείφει με κωμική σχολαστικότητα.
Ο άλλος διαλέγει μια από τις πιο ενθουσιασμένες, την βάζει να γονατίσει μπροστά του και της σκεπάζει το κεφάλι με μια σημαία της Σκωτίας.
Οι χορευτές πιάνουν από το κεφάλι τις τολμηρές που δείχνουν πρόθυμες.
Τις σπρώχνουν υπερβολικά τρυφερά ή βίαια …
Μερικές ξεθαρρεύουν.
Απλώνουν χέρι.
Οι στρίπερ προσποιητά ίσως ενοχλημένοι, προσπαθούν να εμποδίσουν τις άτακτες.
Δυο, τρεις γυναίκες από το κοινό όμως είναι αποφασισμένες να τρελάνουν τους ψυχρούς επαγγελματίες (να που μοιάζουν με το ανδρικό κοινό τελικά), νομίζουν πως τα αγόρια απόψε στα αλήθεια τις γουστάρουν.
Οι χορευτές είναι κάπως έκπληκτοι.
Δεν τους συμβαίνει άραγε συχνά τέτοιος ενθουσιασμός ;
Τις σηκώνουν και τις ευχαριστούν για την προσπάθεια τιμητικής περιποίησης υπάρχει τόση ντροπή στο χώρο που σε πιάνει ταχυπαλμία – ας μη πρόκειται για κανένα σκληρό sex show , η διάθεση των γυναικών ίσως …Ο ενθουσιασμός τους .
Ο Α. είναι ο μόνος Έλληνας.
Βγαίνει τελευταίος με μάσκα.
“Είμαι γυμναστής, φοβάμαι μήπως το μάθει η διευθύντρια μου”, μου είπε στα καμαρίνια.
Είναι ο μόνος σεμνός που δεν βγάζει το στρινγκ.
Ο χορός του θυμίζει αερόβιο πρόγραμμα.
Φοράει λευκό πουκάμισο και λευκό παντελόνι .
Είναι clean -cut.
Καμιά δεκαριά γυναίκες ανεβαίνουν.
Τον πασαλείβουν…Γαλακτώματα και λάδια.
Τον ξαπλώνουν κάτω. Τους κάνει νόημα “πιο ήρεμα” ή κάτι τέτοιο. Τα γκαρσόνια απομακρύνουν τις πιο μπριόζες.
Ο Α. πάει να σκουπιστεί με χαρτί κουζίνας που υπάρχει στο βάθος της σκηνής.
Μια “θαυμάστρια”, έχει μείνει και τον περιμένει, η μουσική γυρνάει σε τσιφτετέλι και εκείνη χορεύει λίγο μόνη, χωρίς λόγο, από χαρά μάλλον.
Βραχνή φωνή στο μικρόφωνο.
“Στο δεύτερο μέρος του προγράμματος, τα αγόρια μας έρχονται στο τραπέζι σας. Κάθε χορός στοιχίζει 3000 δρχ. Αγγίζετε ελεύθερα.”
Τα αγόρια βγαίνουν στην πίστα και περιμένουν να τα διαλέξουν.
Καθώς πλησιάζουν τα πρώτα τραπέζια, ο τόπος μυρίζει παιδικό γαλάκτωμα. Μερικούς δεν του θέλει κανένα τραπέζι.
Μένουν στην πίστα παραπονεμένοι.
Μου έρχεται να κλάψω από ντροπή.