Η συνέντευξη του Ρένου Χαραλαμπίδη στην Καθημερινή και τον δημοσιογράφο Βλάση Κωστούρο, ήταν μια ευκαιρία να μιλήσει για την πορεία του στο σινεμά και την τηλεόραση μέχρι σήμερα και να εξηγήσει πολλά. Η συνέντευξη αυτή δόθηκε με αφορμή την μεταφορά της ταινίας του “Φτηνά τσιγάρα” στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ, στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Ρήγου. Πρόκειται για μια “ρομαντική οπερέτα” σε 34 σκηνές και 19 τραγούδια για ανεκπλήρωτους έρωτες, συλλέκτες στιγμών και φιλιά που δεν βρήκαν τον δρόμο τους.
Η πασίγνωστη ταινία του Ρένου Χαραλαμπίδη είχε μια ανάποδη πορεία. Ενώ αποτέλεσε μια εισπρακτική αποτυχία όταν προβλήθηκε για πρώτη φορά στις αίθουσες το 2000, κέρδισε το κοινό της αργότερα, μέσω των video club και του YouTube ενώ με τα χρόνια έγινε cult. Όπως λέει ο ίδιος ο Ρένος Χαραλαμπίδης για το έργο του: “Είμαι συλλέκτης. Μαζεύω το πιο σκληρό και άγριο πράγμα του κόσμου: στιγμές”.
Ο ίδιος ο δημιουργός έχει πολλά να πει για την νοοτροπία εκείνης της εποχής που τον ανάγκασε να νοιώθει ότι ο χώρος του δεν τον αποδεχόταν.
“Άνθρωποι που εκτιμούσα με έβγαζαν εντελώς από το οπτικό τους πεδίο, επειδή υπηρετούσα αυτό που λεγόταν τότε φτηνή τηλεόραση” εξομολογήθηκε στην συνέντευξή του.
Εσείς έχετε πληρώσει κάποιο τίμημα;
Όλα αυτά τα 30 χρόνια; Πέραν της καθαρής κόπωσης που με έχει στείλει δυο φορές στο νοσοκομείο, έχω πληρώσει το τίμημα της μοναξιάς. Οι άνθρωποι ανά τους αιώνες λειτουργούσαμε ασυνείδητα με το αίσθημα του κοπαδιού. Εγώ δυσκολεύτηκα να βρω παρέες, να ενταχθώ σε κάποιο κοπάδι – έστω και καλλιτεχνικό -, με τον υψηλότατο κίνδυνο να χάσω τα λεφτά μου. Ένα μεγάλο μέρος των ταινιών μου το χρηματοδοτούσα πάντα μόνος μου. Αν υπολογίσεις ότι δεν είμαι γιος πλουσίων, έπρεπε να αναζητήσω μόνος μου τα λεφτά αυτά.
Και τι κάνατε;
Άρχισα να παίζω στην τηλεόραση. Ξέρεις τι ήταν το τρικάμερο τότε; Το πιο φτηνό τηλεοπτικό προϊόν. Ας μη φοβηθούμε τις λέξεις. Τότε πίστευαν ότι οι ηθοποιοί που παίζουν σε τρικάμερο είναι σκουπίδια. Για έναν νέο ηθοποιό που ξεκινούσε την καριέρα του με καλλιτεχνικές φιλοδοξίες, όπως εγώ τότε, η συμμετοχή του σε τέτοια σίριαλ τον απέκλειε αυτόματα από ένα ολόκληρο ρεπερτόριο στο θέατρο ή από σοβαρές κινηματογραφικές παραγωγές. Άνθρωποι που εκτιμούσα με έβγαζαν εντελώς από το οπτικό τους πεδίο, επειδή υπηρετούσα αυτό που λεγόταν τότε φτηνή τηλεόραση. Ο χρόνος βέβαια τη δικαίωσε μετά. Μάζευα λεφτά απ’ την τηλεόραση για να μπορώ να κάνω το σινεμά που ήθελα. Το πρωί έπαιζα τον Καλημέρα στο “Κάτι τρέχει με τους δίπλα” και το βράδυ γύριζα τα Φθηνά Τσιγάρα. Σήμερα δεν θα φαινόταν περίεργο. Τότε φαινόταν. Στις μέρες μας, βλέπω μια νέα γενιά ανθρώπων πιο ακομπλεξάριστη. Δεν ξέρω τι συνέβη, είστε πιο ελεύθεροι οι νέοι σήμερα. Έχετε ένα σύνολο πληροφόρησης, έχετε περισσότερες ευκαιρίες, μπορείτε να αποδεχτείτε και τη λαϊκή μας κουλτούρα την οποία εμείς σνομπάραμε γιατί ήμασταν κορόιδα. Αυτά είναι τα ωραία μαντάτα που μου φέρνει η γενιά σου. Στα ’90s δεν υπήρχαν social media για να μπορεί να έχει ο καθένας τη δική του φωνή. Υπήρχαν πέντε εφημερίδες, πέντε περιοδικά, πέντε γνωριμίες, πέντε συνεντεύξεις και είχε τελειώσει το πράγμα. Αυτός που δήλωνε πνευματικός άνθρωπος τότε δεν μπορούσε να τσεκαριστεί. Έχεις παρατηρήσει ότι όλοι αυτοί οι δήθεν πνευματικοί και κουλτουριάρηδες των ’90s δεν έδιναν ποτέ τηλεοπτικές συνεντεύξεις;
Φοβούνταν τη ζωντανή έκθεση. Δεν μπορεί να είσαι πνευματικός άνθρωπος και να μην έχεις τη γοητεία του λόγου. Κάτι κρύβεις! Έτσι ήταν αυτή η εποχή. Με κατηγοριοποιήσεις σκληρές. Και κάπου εκεί εμφανίζομαι εγώ. Αντιμετωπίστηκα με ειρωνεία, όπως τα Φθηνά Τσιγάρα. Με είπαν δήθεν κουλτουριάρη. Αλλά ας τους δικαιολογήσουμε και λίγο. Τους μπέρδεψα. Έβλεπαν κάποιον να παίζει σε φτηνά σίριαλ και παράλληλα να κάνει ταινίες με απαγγελία Εμπειρίκου ενάμισι λεπτό. Δεν μπορώ να πω ότι έφταιξα όμως. Δεν μπορούσα να βρω αλλού λεφτά. Τι να έκανα; Όφειλαν να δουν με προσοχή. Τότε, ένας εκλέκτορας των Καννών είχε δει τα Φθηνά Τσιγάρα και μου είχε πει: “Έχεις φτιάξει μια σπουδαία ευρωπαϊκή ταινία”. Του λέω: “Θα την πάρεις στις Κάννες;”. “Μα”, μου λέει, “η ταινία σου δεν είναι ελληνική!”. Ελληνικές τότε θεωρούνταν οι ταινίες σε στιλ Αγγελόπουλου και όσες μιλούσαν για τους μετανάστες.