Δυστυχώς, το φαινόμενο κατά το οποίο οι γιατροί αντιμετωπίζουν τις γυναίκες ασθενείς τους με λιγότερη προσοχή ή ακόμα και αδιαφορία δεν είναι κάτι καινούργιο και, όπως έχουμε ήδη αναλύσει σε προηγούμενο άρθρο, τα στατιστικά στοιχεία που το αποδεικνύουν είναι αρκετά απογοητευτικά. Όταν η αντιμετώπιση ενός γιατρού απέναντι στο οποιοδήποτε πρόβλημα υγείας που παρουσιάζεις είναι να σε ‘ξεπετάξει’ με διαγνώσεις που βασίζονται στο άγχος ή τις γυναικείες ορμόνες σου, μπορεί όχι μόνο να σε κάνει να αμφιβάλεις για τα ίδια σου τα συμπτώματα αλλά να σε θέσει σε σοβαρό κίνδυνο αν όντως υπάρχει κάποιος άλλος λόγος που αισθάνεσαι αδιαθεσία ή πόνο και δεν έχει εντοπιστεί. Όλα τα παραπάνω ισχύουν φυσικά και για την σχέση σου με τον/την γυναικολόγο σου, η οποία οφείλει να χαρακτηρίζεται από εμπιστοσύνη, προσοχή και χώρο για διάλογο και σωστή πληροφόρηση. Αν δεν αισθάνεσαι πως το άτομο που έχεις επιλέξει πληροί τις συγκεκριμένες προδιαγραφές, τότε το αποτέλεσμα σίγουρα θα είναι εις βάρος σου και κινδυνεύεις αργά ή γρήγορα να θέσεις την υγεία σου σε κίνδυνο.

Σύμφωνα με την Dr. Jenn Conti M.D., βραβευμένη γυναικολόγο και medical advisor του Modern Fertility, η σχέση σου με τον γυναικολόγου σου, όπως και όλες οι άλλες σχέσεις στην ζωή σου, θα πρέπει να βασίζεται στην επικοινωνία.
Όπως είπε η ίδια στο Bustle, το να προσπαθήσεις να καταλάβεις γιατί ο/η γιατρός σου δεν σου δίνει την προσοχή που πιστεύεις ότι χρειάζεσαι, μπορεί να βοηθήσει λίγο το πρόβλημα.

Η Dr. Natasha Spencer M.D συμπληρώνει ως εξής:  “Συχνά υπάρχουν εμπόδια όπως το ότι δεν γνωρίζουν σωστά την προϊστορία του ασθενή, έχουν πολύ αυστηρά ωράρια, πιέζονται από εξωτερικούς παράγοντες να είναι παραγωγικοί ή αντιμετωπίζουν ασθενείς που αναφέρουν πάρα πολλά προβλήματα και δεν γνωρίζουν σε ποιο πρέπει να εστιάσουν.” Ανεξαρτήτως όμως του λόγου που ο/η γυναικολόγος σου έχει άγχος, δεν ξέρει πώς να προσεγγίσει ένα πρόβλημα ή φαίνεται πως αδιαφορεί, εσύ εξακολουθείς να δικαιούσαι την καλύτερη δυνατή αντιμετώπιση. Αν αισθάνεσαι ευάλωτη ή εκνευρισμένη να μιλήσεις εκείνη την στιγμή, η Dr. Spencer συμβουλεύει να κλείσεις άλλο ένα ραντεβού και να φέρεις μαζί σου κάποιο δικό σου πρόσωπο για ψυχολογική υποστήριξη. Είναι ακόμα καλύτερα αν ζητήσεις να σε συνοδέψει κάποιος που σε βλέπει συχνά και γνωρίζει καλά το πρόβλημά σου, έτσι ώστε να αναφέρει συμπτώματα που εσύ ίσως ξεχάσεις εκείνη την στιγμή.

Μπορείς επίσης να κάνεις αρκετές ερωτήσεις, με την ελπίδα ότι οι απαντήσεις που θα λάβεις είναι επαρκείς. Για παράδειγμα μπορείς να ρωτήσεις από πού μπορεί να οφείλεται ένα σύμπτωμα σου ή τι μπορείς να κάνεις αν χειροτερέψει ξαφνικά. Μάθε να περιγράφεις την κατάσταση της υγείας σου όσο πιο συγκεκριμένα μπορείς, έτσι ώστε να αποκλείσεις το ενδεχόμενο να μπερδέψεις τον γιατρό και να συντελέσεις άθελά σου σε μία λάθος διάγνωση.

Αν ο γιατρός μας προτείνει μία μέθοδο που δεν μας καλύπτει (συμπεριλαμβανομένης και της “περιμένουμε να δούμε πώς θα εξελιχθεί”), η καλύτερη λύση είναι να ρωτήσουμε το εξής: “Πού βασίζετε αυτή την τακτική; Υπάρχουν συγκεκριμένες οδηγίες που ακολουθείτε και τι ακριβώς λένε;” Ναι, το πιο πιθανό είναι να προσβληθεί ή να ξαφνιαστεί. Αλλά ως επαγγελματίας, οφείλει να απαντήσει.

Αν εξακολουθούμε να μην αισθανόμαστε ασφαλείς, πρέπει να είμαστε ευθείς. Μπορούμε με ευγένεια να πούμε “ανησυχώ και νιώθω πως δεν με έχετε καταλάβει. Μπορείτε να με βοηθήσετε να καταλάβω γιατί δεν θεωρείτε το πρόβλημά μου τόσο σοβαρό;”.

Όπως εξηγεί και η Tia Powell, καθηγήτρια στο Albert Einstein College of Medicine της Νέας Υόρκης και επιστήμονας της βιοηθικής “ένας καλός επιστήμονας μπορεί να έχει προκαταλήψεις γιατί είναι άνθρωπος. Αλλά θα πρέπει να μπορέσει να κάνει ένα βήμα πίσω και να πει ‘σε καταλαβαίνω. Ας το αναλύσουμε.”

Με άλλα λόγια, δεν είμαστε απλά το ραντεβού των οχτώ, ούτε μία συνταγή για το φαρμακείο απέναντι. Ως ασθενείς, θέλουμε να γνωρίζουμε πως ο άνθρωπος που έχει ορκιστεί πως θα προστατέψει την υγεία μας έχει ως προτεραιότητά του ακριβώς αυτό.

@oneofusgr

If you're here, you're one of us!