Ήταν μια από εκείνες τις δύσκολες Πέμπτες που για να τις αντιμετωπίσεις χρειάζεται να κάνεις μεγάλα σχέδια. Το δικό μας ήταν εύκολο να υλοποιηθεί. Βενζίνη στο ντεπόζιτο και παλαιολιθικά cd στην τσάντα. Μετά από 2 ώρες παρά κάτι, τα δύσκολα είχαν εξατμιστεί και μπαίναμε κεφάτοι στο Ναύπλιο. Ήταν πιο όμορφο από ότι το είχαμε αφήσει, ή μπορεί να ευθύνονταν οι λουκουμάδες του “Ξένον” που άχνιζαν καθώς καθίσαμε στην πλατεία Συντάγματος. Το Παλαμήδι από ψηλά έριχνε την σκιά των Μεγάλων Γεγονότων, το ρολόι χτυπούσε δυνατά-πολύ δυνατά- για να μας επαναφέρει στο παρόν, ο Περικλής, φίλος από τα παλιά, άνοιγε μία τεράστια αγκαλιά που για πρώτη φορά έμενε άδεια ελέω μέτρων κατά του κορονοϊού.

Η ξενάγηση έγινε από μπαλκόνια με θέα, μέσα σε πεντακάθαρα στενά που δεν περνούσαν μηχανάκια και αυτοκίνητα, ανταλλάσσοντας κουβέντες με τους ανήσυχους αλλά αισιόδοξους μαγαζάτορες και νιώθοντας μια ακατανίκητη επιθυμία για ψάρι. Στον “Αραπάκο” θυμήθηκαν ότι το αγαπημένο μας τραπέζι είναι δίπλα στο παράθυρο και καθώς βλέπαμε τις βάρκες να περνούν μπροστά από το υπό ανακαίνιση Μπούρτζι, κατέφτασαν νοστιμιές από κήπους και θάλασσες που μας έκαναν να γουργουρίζουμε σαν γάτες στον ήλιο.
Τα ερωτήματα μας για το νόημα της ζωής είχαν απαντηθεί και πλέον προβληματιζόμαστε με μια παλιά φωτογραφία της πόλης που η επιγραφή την αποκαλούσε “Napoli Di Romania”. Μάθαμε ότι έτσι την είχαν βαφτίσει οι Βενετοί και πάνω που επιχειρούσαμε ετυμολογικούς ακροβατισμούς, σύμφωνα με τους οποίους το Ανάπλι είναι αναγραμματισμός της Νάπολι, μας πληροφόρησαν ότι το Ναύπλιο πήρε το όνομά του από τον Ναύπλιο, γιό της Αμυμώνης και του Ποσειδώνα, τον οποίο στη συνέχεια τιμήσαμε περπατώντας παραλιακά.
Το ένστικτο μας οδήγησε να χωθούμε σε ένα στενό που στολιζόταν από ιταλικές σημαίες και νάσου ο “ιταλός του Ναυπλίου” να μας προσφέρει κουταλιές από τις νέες γεύσεις του παγωτού του, με γάργαρα ελληνικά να συγκρίνει τη Ρώμη με το Ναύπλιο και να ομολογεί όταν το ότι το μόνο που του λείπει είναι τα παιχνίδια της Roma. Αν ήταν οπαδός της Lazio θα είχαμε φύγει, τώρα δοκιμάσαμε τα πάντα και ανάλαφροι- ανάλαφροι βρεθήκαμε ανάμεσα στο “Ξένον” και το “Castellano”. Ο κλήρος μας οδήγησε στο πρώτο, ανεβήκαμε τα σκαλιά έχοντας μπροστά τον Πύρρο Δήμα που σκορπούσε θετικές δονήσεις και βλέποντας τον κόσμο από ψηλά καταστρώσαμε το εκδρομικό σχέδιο της επόμενης ημέρας. Περιελάμβανε επίσκεψη στις Μυκήνες και κατάληξη στο οινοποιείο Κορωνιώτη για γευσιγνωσία.

Γιορτάσαμε τις αποφάσεις μας τρώγοντας, πίνοντας και ακούγοντας μουσική στο 3sixty και την επόμενη παραδοθήκαμε στο παρελθόν.
Οι Μυκήνες κυριαρχούν στο τοπίο, βλέπουν τη θάλασσα, μυρίζουν τις ελιές, τα λιοντάρια τους φυλάνε την Ιστορία, σε επαναφέρουν στην σωστή διάσταση, μια μικρή σκιά που την απορροφούν οι αρχαίες αρχιτεκτονικές. Μπήκαμε χωρίς συντροφιά στον τάφο του Ατρέα, μας τύλιξε ο θαυμασμός και το δέος, αποφύγαμε τις κοινοτοπίες μένοντας με το στόμα ανοιχτό, η σιωπή διατηρήθηκε μέχρι που ακούστηκε το φλαπ του φελλού. Ο Κυριάκος Κορωνιώτης δεν είναι οινοποιός. Είναι ποιητής. Στολίζει τα κρασιά του με λέξεις και αισθήματα, σε κάνει τα ερωτευτείς με την πρώτη γουλιά και να είσαι έτοιμος για σχέση ζωής. Μας μιλάει για τον αέρα, τον ήλιο, το χώμα, την υγρασία και όταν συμπυκνώνει τη θεωρία του στην φράση “τα μεγάλα κρασιά γίνονται στο αμπέλι και το μόνο που φοβούνται είναι τα λάθη”, έχουμε μάρτυρες υπεράσπισης τα άδεια ποτήρια μας.
![]()
Γεμίζουμε τα πορτμπαγκάζ με κόκκινους, λευκούς και ροζέ θησαυρούς και επιστρέφουμε στο Ναύπλιο. Αυτή τη φορά δεν είμαστε αμίλητοι. Αντιθέτως επιχειρηματολογούμε για το επόμενο ταξίδι. Δεν μπορεί να είναι άλλο από το Ναύπλιο.
Αν θες μπορείς να συμμετέχεις στο giveaway του One of Us, για μία μοναδική εμπειρία δώρο, σε συνεργασία με το Castellano και το Koroniotis Fine Wines!
