Ομίχλη σκεπάζει τη Ρώμη, ακούγεται μόνο ο μακρινός της θόρυβος, το αεροπλάνο της Alitalia κυλάει μέχρι την φυσούνα του Fiumicino. Η Κάνιγγος, ο αντιιμπεριαλιστικός αγώνας, τα συνθήματα, τα μαθήματα των ιταλικών, απέχουν πιά δυο ολόκληρες ώρες πτήσης, είναι η παλιά ζωή που χάνεται μαζί με τις βαλίτσες μου. Τα ταχύρυθμα ιταλικά αποδεικνύονται άχρηστα κατά την αναζήτηση των αποσκευών μου. Η γλώσσα που μιλούν οι ιταλοί δεν έχει καμία σχέση με αυτή της signora Bianchi των φροντιστηρίων ¨”Ζωγράφου”, το καταλαβαίνω όταν ζητώ από τους υπεύθυνους της απώλειας αντικειμένων να με στείλουν σε ένα ξενοδοχείο. Μου δείχνουν τα πλαστικά καθίσματα της αίθουσας υποδοχής.
Με το ξημέρωμα και ύστερα από μαραθώνιες συνεννοήσεις σε μία διάλεκτο που κυριαρχούν τα κακοποιημένα αγγλικά, η ιταλοποιημένη ελληνική και οι κινήσεις παντομίμας, παίρνω -δυστυχώς ανάλαφρος- το αεροπλάνο και πετάω προς την πόλη των δόγηδων, των ερώτων και ίσως των σπουδών μου. Βενετία.
Από ψηλά μοιάζει με κεραμιδί ψάρι που τρώει ένα μικρότερο – μόλις πατάω γη, έρχεται και σχετική μυρωδιά. Περνάω μια μακρόστενη λωρίδα δρόμου που ενώνει τα νησάκια με την Στερεά Γη και, μόλις βλέπω το πρώτο καμπαναριό που η κορυφή του λαμπυρίζει στον ήλιο, εκστομίζω την φράση που πρόβαρα από τον Αύγουστο στα θρανία του φροντιστηρίου. “Έκο λα κούπολα ντι Σαν Πιέτρο”, δηλαδή “να ο τρούλος του Αγίου Πέτρου”. Ο ταξιτζής χαμογελάει ειρωνικά και πρέπει να περάσουν μερικοί μήνες διαμονής για να αντιληφθώ ότι ο περί ου ο λόγος ναός βρισκόταν στη Ρώμη.
Ένας ξύλινος φράκτης, ένα μπαρ, μία εκκλησία. “Αυτή είναι η Αρχιτεκτονική”, μου λέει ένας πρόθυμος περαστικός, καλύπτοντας με μία κίνηση του χεριού και τα τρία κτίρια. Την επόμενη μέρα το πρωί, βλέπω καλοντυμένες ώριμες κυρίες να μπαίνουν στην εκκλησία, καλοντυμένους νεαρούς και νεαρές να περνούν το φράχτη κρατώντας σχέδια και γύρω στο μεσημέρι το μπαρ γεμίζει από αμπέχονα και μεγαλόφωνες συζητήσεις. Έλληνες! Βρίσκω τον πιο συμπαθητικό και του συστήνομαι. Πίνουμε καφέ, μιλάμε για τρέχοντα θέματα όπως το FLN της Αγκόλα, τρώμε κάτι ψωμάκια με πίκλες που τα λένε “τραμετζίνι” και, επειδή δεν χορταίνουμε, μου προτείνει μία βόλτα μέχρι την φοιτητική λέσχη. Δεν είναι δύσκολο να την διακρίνεις από μακριά. Ένα τεράστιο σφυροδρέπανο ζωγραφισμένο στην πόρτα της, από μέσα ακούγονται ήχοι από πιρούνια και μπουκάλια που προσπαθούν να σκεπάσουν τις βροντώδεις φωνές των Ελλήνων, αλλά με πενιχρά αποτελέσματα. Μπαίνουμε στην ουρά και, μέχρι να διαβάσουμε τον “Οδηγητή” που μας πουλάνε, τον “Λαϊκό Δρόμο” που μας χαρίζουν και τον “Θούριο” που είναι πεταμένος στο πάτωμα, έχουμε φτάσει μπροστά στις αγριεμένες μαγείρισσες. “Για να φας λέγε ‘λο στέσο-το ίδιο'” με παροτρύνει ο φύλακας-άγγελος μου. Το λέω και μου σερβίρουν το ίδιο που είχε παραγγείλει ο προηγούμενος, ένα πιάτο σούπας με φασόλια και μακαρόνια που επιπλέουν. Οι αναμνήσεις από τραγανιστές πίτσες στην Αγία Παρασκευή μου φέρνουν δάκρυα στα μάτια και στο στόμα τραγούδια του Καζαντζίδη.
“Καλώ, λοιπόν, όλους τους συναγωνιστές που θέλουν ένα ελεύθερο λαϊκό πανεπιστήμιο να υπερψηφίσουν την παράταξη μας”. Ακολουθούν τα συνηθισμένα γιούχα από τη μεριά των κνιτών, σε λίγο γίνεται καταμέτρηση των ψήφων, ερχόμαστε -ελλείψει τρίτου- δεύτεροι και καταϊδρωμένοι, η Enza κρατάει μια φωτογραφική μηχανή και με απαθανατίζει με κατεβασμένο το κεφάλι. Για να αναλύσουμε τα αίτια της ήττας, αποφασίσουμε να πάμε μέχρι το Τρεβίζο που έχει φοβερές ταβέρνες. Οι περισσότεροι έχουν αγοράσει αυτοκίνητο με 5-6.000 δραχμές, οι μετακινήσεις έχουν γίνει εύκολες. Εξαιτίας τους ανακαλύπτουμε έκπληκτοι μία χώρα που δεν φανταζόμασταν, και που είναι πολύ πιο όμορφη από τα σκοτεινά δωμάτια των πρώτων ημερών. Πίνουμε μπύρες σε ένα μπαράκι που το έχουν οι Radicali, παίζουμε frisbee στην πλατεία του San Polo, παρακολουθούμε συναυλίες του Enzo Jannacci, βλέπουμε το ξημέρωμα μεθυσμένοι έξω από το Clubino, φορώντας στο πέτο σηματάκια κατά της πυρηνικής ενέργειας. Όλα αυτά στις αρχές του μήνα, όταν τα χρήματα της εξ Ελλάδος επιταγής βρίσκονται ακόμα στην τσέπη. Το υπόλοιπο διάστημα το περνάμε περιοδεύοντας από σπίτι σε σπίτι. Ξεφυλλίζουμε περιοδικά Photo, προβληματιζόμαστε με τις θολές φωτογραφίες του Hamilton και προσπαθούμε να τις μιμηθούμε βάζοντας Vix στο φακό της Pentax, βλέπουμε στην τηλεόραση το Altra Domenica με τον Arbore και τον Bennigni , τρώμε ρύζι με μοναδική γαρνιτούρα το πιπέρι. Επίσης, λίγα εικοσιτετράωρα πριν από τις εξετάσεις, θυμόμαστε ότι πρέπει να δώσουμε και κανένα μάθημα. Όταν περνάμε τη Scienza, η απίστευτη είδηση κάνει το γύρο της σχολής, όμως τα νέα είναι αλλού.
Ο μαέστρος Hugo Pratt βρίσκεται στο Malamocco, στην άκρη του Lido. Τον αναζητώ. Η ομίχλη έχει σκεπάσει για άλλη μια φορά την λιμνοθάλασσα, οι σειρήνες των πλοιαρίων που εκτελούν χρέη λεωφορείου ουρλιάζουν, το κτίριο του κινηματογραφικού φεστιβάλ της Βενετίας μόλις που διακρίνεται. “Όλα στο Lido μοιάζουν σαν ένα θολό παραμύθι”, λέει η ποιήτρια που φοράει γαλάζιο χρυσό φουστάνι και ξέρει από πετάλι. Ρωτώντας οδηγούμε τα ποδήλατα έξω απ’ το σπίτι του δημιουργού του Corto Maltese. Χτυπάμε και ακούγεται αντίλαλος. Άδειο!
Έξω από τα φοιτητικά δωμάτια, η Ιταλία μοιάζει να θωρακίζεται. Όταν οι «ερυθρές ταξιαρχίες» χτυπούν λίγα χιλιόμετρα από το σπίτι και αφήνουν προκήρυξη στην αυλή μας, αποφασίζουμε να παραδοθούμε. Ετοιμάζονται οι βαλίτσες της επιστροφής, οι κούτες γεμίζουμε βιβλία, δίσκους και αφίσες, τα εισιτήρια της επιστροφής με το “Πατρίς” είναι από σίδερο. Ο Βασίλης καπνίζει πίπα και κάνει σχέδια για το μέλλον. “Θα φοράμε φουλάρια και επιτέλους θα γίνουμε κανονικοί αρχιτέκτονες -τζιτζιφιόγκοι”. Η Lidia στην αποβάθρα της Santa Marta γελάει με το ζόρι. “Arrivederci” λέει, αλλά είναι μόνο υπόσχεση .
Ακολούθησαν σκληρές μέρες και ένα άδειο φουλάρι.