Ο αριθμός των ανθρώπων που αποφεύγουν συστηματικά την γλουτένη από την διατροφή τους έχει αυξηθεί κατακόρυφα τα τελευταία χρόνια, πράγμα που αποτυπώνεται και στα ράφια των σούπερ μάρκετ, με όλο και περισσότερα glute-free προϊόντα να κάνουν την εμφάνισή τους τακτικά. Σε μια σχετική έρευνα που έγινε στην Μεγάλη Βρετανία, ένας στους δέκα ανθρώπους δεν καταναλώνει τροφές με γλουτένη.
Είναι όμως τελικά τόσο βλαβερή η γλουτένη για όλους όσους την έχουν αφαιρέσει από το διαιτολόγιό τους;
Αν υποφέρετε από κοιλιοκάκη, μια ασθένεια του ανοσοποιητικού συστήματος που επιδεινώνεται από την λήψη τροφών που περιέχουν γλουτένη, τότε ναι, θα πρέπει να την αποφεύγετε πάση θυσία από την δίαιτά σας. Όσοι όμως δεν έχουν αυτή την πάθηση, είναι σωστό να ενθαρρύνονται να την αποκλείσουν από την διατροφή τους;
Υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι που καταλήγουν να το κάνουν, απλά και μόνο γιατί πιστεύουν ότι πρόκειται για την τελευταία τάση σωστής διατροφής και ευζωίας, καθώς βρίσκουν όλο και περισσότερα προϊόντα χωρίς γλουτένη μπροστά τους. Η λογική σκέψη που κάνουν αυτοί οι καταναλωτές είναι ότι για να υπάρχουν τόσα προϊόντα χωρίς γλουτένη, τότε καλό θα είναι να την αφαιρέσουν από την διατροφή τους έτσι κι αλλιώς.
Όπως λέει η διατροφολόγος Rosie Millen, “Η γλουτένη βρίσκεται στο σιτάρι, το κριθάρι και την σίκαλη. Είναι το συστατικό τους που δίνει ελαστικότητα στο ζυμάρι και το βοηθάει να φουσκώσει και να κρατήσει το σχήμα του, ενώ δίνει στο τελικό προϊόν μια μαστιχωτή υφή. Στην διατροφή μας υπάρχουν πάρα πολλά φαγητά με γλουτένη-όπως το ψωμί και τα ζυμαρικά- με τις δυτικές διατροφές να περιέχουν 5-20γρ γλουτένης την ημέρα, χωρίς αυτό να βλάψει κανέναν μη ασθενή. Μερικά από τα οφέλη της διατροφής με τέτοιες τροφές είναι τα θρεπτικά συστατικά τους, όπως οι βιταμίνες Β, ο ψευδάργυρος, ο σίδηρος και το κάλιο, όσο επίσης και οι φυτικές ίνες τους.”
“Παρότι η γλουτένη έχει κατηγορηθεί αρκετά τα τελευταία χρόνια ότι προκαλεί προβλήματα πέψης, μια έρευνα βασισμένη στο φαινόμενο placebo, σε άτομα που δήλωσαν μόνα τους ότι έχουν δυσανεξία στην γλουτένη, βρήκε ότι ο υπαίτιος για τα προβλήματά τους ήταν οι φρουκτάνες (ένα είδος υδατανθράκων που υφίστανται ζύμωση) και βρίσκονται στο κριθάρι και όχι η γλουτένη.” προσθέτει η Millen.
Μια δίαιτα χωρίς γλουτένη μπορεί να βλάψει το μικροβίωμα του εντέρου μας.
Αν λοιπόν δεν πάσχουμε από δυσανεξία στην γλουτένη ή κοιλιοκάκη, μήπως μια διατροφή χωρίς γλουτένη μπορεί να κάνει περισσότερο κακό παρά καλό;
Εν δυνάμει ναι. Όπως λέει η Millen, “Χρειαζόμαστε 25γρ φυτικών ινών την ημέρα και καθώς αυτές βρίσκονται μέσα στην γλουτένη, μια τέτοια διατροφή δεν συνιστάται. Οι φυτικές ίνες για να βοηθούν στην κινητικότητα του εντέρου, να μειώνουν τα επίπεδα χοληστερόλης και να ταϊζουν τα καλά βακτήρια του γαστρεντερικού μας συστήματος.
“Μια διατροφή χωρίς γλουτένη μπορεί να επηρεάσει αρνητικά το μικροβίωμα του εντέρου μας, διότι στερείται πρεβιοτικές ίνες, ενώ μια πρόσφατη έρευνα έχει αποδείξει ότι σταδιακά μειώνει τα ωφέλημα βακτήρια Bifidobacterium και γαλακτοβάκιλους από το έντερο.”
“Επίσης οι τροφές χωρίς γλουτένη τείνουν να έχουν περισσότερα λιπαρά, ζάχαρη και αλάτι. Αυτό μπορεί να μας δυσκολέψει αν επιθυμούμε να είναι και gluten-free και υγιεινά τα τρόφιμα που καταναλώνουμε. Υπάρχουν όμως πολλά τρόφιμα που δεν έχουν γλουτένη από την φύση τους, όπως είναι το ρύζι, οι φακές, ο αρακάς, η κινόα. Είναι προτιμότερο να φάμε από αυτά και όχι να προτιμήσουμε προϊόντα χωρίς γλουτένη που στην παραδοσιακή τους μορφή την περιέχουν.” λέει η Millen.
Δεδομένου λοιπόν ότι το ποσοστό των ανθρώπων που είναι δυσανεκτικοί στην γλουτένη είναι περίπου το 1% του γενικού πληθυσμού, το να την αφαιρέσουμε από την διατροφή μας γιατί νομίζουμε ότι είναι πιο υγιεινό, ότι θα μας κάνει να χάσουμε βάρος ή ότι άλλο, δεν συστήνεται από τους γιατρούς.
Αν δεν έχουμε διαγνωσμένη κοιλιοκάκη ή γενικότερη δυσανεξία στην λακτόζη, καλό θα είναι να συμβουλευτούμε τον γιατρό μας πριν υιοθετήσουμε μια τέτοια διατροφή. Ένα ειδικός θα μας βοηθήσει να πειραματιστούμε και να παρακολουθήσουμε τις αντιδράσεις του οργανισμού μας σε μια τέτοια αλλαγή.