Οι φετινές υποψήφιες για Βραβεία ΙΡΙΣ ταινίες έρχονται για μία εβδομάδα στον κινηματογράφο Άνεσις. Λίγο πριν την φετινή τελετή απονομής, το κοινό θα έχει την ευκαιρία να (ξανα)δεί κάποιες από τις ταινίες που ξεχώρισαν την παράξενη αυτή κινηματογραφική χρονιά στο φυσικό τους χώρο, τη μεγάλη οθόνη, και μάλιστα σε προβολή από 4Κ λέιζερ προτζέκτορα – τον μοναδικό σε θερινό σινεμά της Αθήνας από την Πέμπτη 3 έως την Τετάρτη 9 Ιουνίου.

 

Ανάμεσά τους τρεις μεγάλου μήκους ταινίες ντοκιμαντέρ που, παρά τις τόσο πρωτόγνωρες συνθήκες που κατάφεραν σοβαρό πλήγμα στον κινηματογράφο, συζητήθηκαν έντονα μέσα στη χρονιά. “Οι Άγνωστοι Αθηναίοι” της Αγγελικής Αντωνίου, ένα οδοιπορικό έξι ετών αφιερωμένο στους αδέσποτους σκύλους της Αθήνας και τους ανθρώπους που τους φροντίζουν, “Ο Γιώργος του Κέδρου” του Γιάννη Κολόζη, ένα προσωπικό ταξίδι στον χρόνο μέσα από τις ματιές δύο γενεών κινηματογραφιστών, στο νησί της Δονούσας από τη δεκαετία του ’70 ως σήμερα και οι “Όρνιθες (ή πώς να γίνεις πουλί)” του Μπάμπη Μακρίδη, μια ταινία μεταξύ ψεύτικου και αληθινού, ανάμεσα στο ντοκιμαντέρ και τη μυθοπλασία, μπνευσμένη από τις Όρνιθες του Αριστοφάνη και την ομώνυμη θεατρική παράσταση από τον Νίκο Καραθάνο και τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, είναι ταινίες ντοκιμαντέρ που – ακόμα κι αν κάποιες από αυτές προβλήθηκαν online – ανυπομονούμε να δούμε στη μεγάλη οθόνη, κάτω από τα αστέρια, ακριβώς όπως τους πρέπει να προβληθούν, μαζί με τις υπόλοιπες υποψήφιες ταινίες μυθοπλασίας μικρού και μεγάλου μήκους, τις μικρού μήκους ντοκιμαντέρ, τα animation καθώς και τις ταινίες σπουδαστών που είναι επίσης υποψήφιες. 

Οι τρεις δημιουργοί μιλούν στο One of Us για τις προκλήσεις που αντιμετώπισαν κατά τη διάρκεια της δημιουργίας κάθε ντοκιμαντέρ, καθώς και για το αν τελικά τα βραβεία σημαίνουν κάτι. 

“Οι Άγνωστοι Αθηναίοι” – Αγγελική Αντωνίου
Προβολή: Παρασκευή 4 Ιουνίου, 20.40

Κάθε ντοκιμαντέρ έχει τις ιδιαιτερότητές του και αντιμετωπίζει τις δικές του δυσκολίες εφόσον έρχεται σε επαφή με την πραγματικότητα. Εξαρτάται από το θέμα, το είδος, τις οικονομικές – πολιτικές  και χρονικές συνθήκες, την επικοινωνιακή ικανότητα του σκηνοθέτη και πολλές διαφορετικές παραμέτρους. Το ντοκιμαντέρ μου “Οι Άγνωστοι Αθηναίοι”, ενώ ξεκίνησε ως “περίπατος” τελικά  εξελίχθηκε σε ένα πολύχρονο μαραθώνιο με πρωταγωνιστές τα αδέσποτα, που η επικοινωνία μαζί  τους είναι μονόδρομος. Η πρώτη δυσκολία ήταν ο αποκλεισμός να κανω γυρίσματα έστω και με ένα στοιχειώδες συνεργείο. Δυο προσπάθειες με τον βοηθό μου και έναν ηχολήπτη απέτυχαν παταγωδώς. Γινόμασταν στόχος και οι άνθρωποι δεν συνεργαζόντουσαν. Έτσι πήρα όλο το βάρος πάνω μου. Μεγάλο αγκάθι αποδείχθηκε η διαχείριση του χρόνου και οι τυχαίες συναντήσεις με ανθρώπους μέσα στη νύχτα που δεν ξέρεις ποιοί είναι κι αν κινδυνεύεις από αυτούς. Μερικές φορές αντιμετώπισα επιθετικούς περαστικούς που μου κατέστρεφαν τα πλάνα μπαίνοντας μπροστά από την κάμερα ή που με βρίζανε, όπως και επίδοξους κλέφτες, ναρκομανείς και αλκοολικούς.

Όταν  κάνεις ένα ντοκιμαντέρ δρόμου, δεν υπάρχουν ωράρια. Περιμένοντας να συναντήσω τα σκυλιά – γιατί δε σου λένε πότε θα εμφανιστούν – βρέθηκα να τα περιμένω μάταια ή να δουλεύω μέσα στο κρύο μέχρι πολύ αργά. Η σκηνή που τα σκυλια διασχίζουν την Αμαλίας προς τη Βουλη τραβήχτηκε στις 4 τα ξημερώματα μετά από τρία χρόνια αναμονής. Επίσης αποδείχθηκε δύσκολο να ανακαλύψω τους ανθρώπους που φροντίζουν τα αδέσποτα. Ισως επειδή η επαφή τους με τα σκυλιά είναι φευγαλέα. Το φθινόπωρο του 2014 άρχισαν τα γυρίσματα. Παρακολουθούσα τα σκυλιά κατά πόδας, πρωί – μεσημέρι – βράδυ. Είχαν περάσει 8 μήνες και δεν είχα βρει ακόμη το νήμα της αφήγησης αλλά και της προσέγγισης προς τους ανθρώπους που τα φροντίζουν. Το Μάιο του 2015 ήμουν σε απόγνωση, σχεδόν έτοιμη να εγκαταλείψω το εγχείρημα. Μέχρι που έπεσα πάνω στον Αχιλλέα Αδάμ, έναν εξαιρετικό άνθρωπο, με γνήσια αισθήματα αγάπης για τα αδέσποτα, που αμίλητος και βιαστικός τα τάιζε και τα φρόντιζε καθημερινά σε εντελώς διαφορετικά σημεία της πόλης. Ευτυχώς με πήρε κάτω από τις φτερούγες του και από τότε κάπως τα πράγματα βελτιώθηκαν. Αργότερα έπρεπε να ισορροπήσω ανάμεσα στις σχέσεις των ανθρώπων που φρόντιζαν τα σκυλιά, γιατί κάποιοι  από αυτούς ήταν τσακωμένοι ή δεν μιλούσαν μεταξύ τους. Και το σημαντικότερο: έπρεπε να ξεπεράσω τους δικούς μου ενδοιασμούς και φόβους γιατί αφέθηκα για πρώτη φορά στη ζωή μου σε μιά κινηματογραφική περιπέτεια χωρίς κάποια υλική ή ψυχική υποστήριξη.

Τα βραβεία – κυρίως σε μεγάλα διεθνή κινηματογραφικά φεστιβάλ – βοηθούν τις ταινίες για να δημιουργηθεί buzz, θόρυβος, να ακουστούν και να γίνουν γνωστές ώστε να κινήσουν το ενδιαφέρον διεθνών διανομέων, άλλων φεστιβαλ κλπ. Ίσως και για να διευκολύνουν την χρηματοδότηση της επόμενης ταινίας. Από την άλλη η βράβευση  μιας ταινίας δεν αποτελεί απαραίτητα σφραγίδα ποιότητας μιας ταινίας.Είναι ψυχοφθόρο να  εξαρτάσαι από τα βραβεία και να ξοδεύεσαι στην αναμονή τους.  Είναι προτιμότερο  να δίνεις το καλύτερό σου εαυτό σε αυτό που κάνεις, να εστιάζεις στη δημιουργικότητα σου και να είσαι συνειδητά παρών σε αυτό που προσπαθείς.  Και όταν πέφτεις, να ξανασηκώνεσαι, να πετάς τη σκόνη από πάνω σου και να ξανά επιχειρείς να ζωντανέψεις αυτό που αγαπάς και σε συγκινεί.

Φυσικα αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι η έλευσή των βραβείων αποτελεί ηθική ικανοποίηση, και αν συνοδεύεται και από χρηματικό έπαθλο όπως στη Γερμανία τη Γαλλία κλπ, ειναι για τους βραβευμένους πραγματικό στήριγμα για να αφοσιωθούν απερίσπαστα στη σύλληψη και την προετοιμασία του επόμενου έργου τους. Όμως όσα βραβεία και να μοιραστούν από τα φεστιβαλ και την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου, το άλυτο πρόβλημα στο σύγχρονο ελληνικό κινηματογραφικό τοπίο παραμένει. Δεν υπάρχουν τα χρήματα για να γίνουν αρκετές ταινίες ώστε να υποστηριχθεί το ελληνικό σκηνοθετικό δυναμικό, να εκλείψουν διακρίσεις απέναντι στον αναλογικά μικρό αριθμό ελληνίδων σκηνοθετριών που χρηματοδοτούνται ή και βραβεύονται και να αναδειχθούν νέοι ταλαντούχοι άνθρωποι που περιμένουν άπειρα χρόνια με τον κίνδυνο να μην καταφέρουν ποτέ να υποστηριχθούν στα πρώτα τους βήματα. Το σινεμά χρειάζεται χρήματα, δε φτάνουν ο ενθουσιασμός και τα βραβεία”.

“Ο Γιώργος του Κέδρου” – Γιάννης Κολόζης
Προβολή: Κυριακή 6 Ιουνίου, 20.40
Θα έλεγα ότι δύο είναι τα σημαντικότερα αγαθά που χρειάζονται για τη δημιουργία ενός ντοκιμαντέρ και δεν είναι αμιγώς οικονομικά ή τεχνικά. Αυτά είναι ο χρόνος και η σχέση του δημιουργού με τους πρωταγωνιστές του. Η μεγαλύτερη πρόκληση κατά τη δημιουργία ενός ντοκιμαντέρ είναι η επίτευξη μιας σχέσης εμπιστοσύνης με τους πρωταγωνιστές του που με τη σειρά της θα κάνει την κάμερα αόρατη και τους χαρακτήρες άνετους και φυσικούς. Παράλληλα, για να γίνει αυτό χρειάζεται χρόνος. Χρόνος που δεν έχει να κάνει τόσο με το γύρισμα, αλλά με την καλύτερη γνωριμία με τους χαρακτήρες και το σπάσιμο της αμηχανίας ή ακόμα και της καχυποψίας.

“Ο Γιώργος του Κέδρου” ήταν ένα ντοκιμαντέρ γεμάτο προκλήσεις, αρχικά γιατί είχε πολύ μεγάλο βάθος χρόνου, τα γυρίσματα ξεκίνησαν το 1972 από τον πατέρα μου και τελείωσαν το 2018 από εμένα. Μετά τον θάνατο του πατέρα μου το 2009 οπότε κι αποφάσισα να ολοκληρώσω το ντοκιμαντέρ, η διατήρηση αυτού του βάθους χρόνου ήταν για μένα το ζητούμενο, η επιστροφή στον χώρο και η καλύτερη γνωριμία με τους πρωταγωνιστές. Το γεγονός ότι η ταινία ήταν αυτοχρηματοδοτούμενη από τη μία δεν βοηθούσε πολύ στην απόφαση αυτή, από την άλλη δεν είχα να λογοδοτήσω σε κανέναν για το γεγονός ότι μου πήρε τόσο πολύ χρόνο. Η μεγαλύτερη πρόκληση όμως ήταν συναισθηματική, καθώς έπρεπε από τη μία να έρθω κοντά και από την άλλη να πάρω και μια απόσταση από τον θάνατο του πατέρα μου ώστε να μπορέσω να ολοκληρώσω το ντοκιμαντέρ. Αλλά και πάλι σε αυτήν την πρόκληση η απάντηση ήταν ο χρόνος.

Τα βραβεία και οι διακρίσεις αποτελούν προφανώς μια αναγνώριση της αξίας ενός έργου και μια δικαίωση του δημιουργού και του κόπου που απαιτείται για τη δημιουργία του. Από την άλλη, μια ταινία παραμένει η ίδια είτε πάρει κάποιο βραβείο, είτε όχι. Από τη στιγμή που μια ταινία φτάνει στο τελικό μοντάζ και ολοκληρώνεται, δεν μπορεί πια να αλλάξει, όσα βραβεία κι αν πάρει ή δεν πάρει. Αλλάζει ίσως ο τρόπος που αντιμετωπίζεται από τους θεατές, αλλά όχι η ίδια. Οι παράγοντες άλλωστε που συντελούν ώστε να διακριθεί μια ταινία δεν ακολουθούν μια απόλυτη αντικειμενικότητα, αλλά μια ιδιαίτερη πολυπλοκότητα που εξαρτάται από τη χρονική συγκυρία και την τυχαιότητα της στιγμής. 

Αυτό όμως που καθιστά σημαντικά τα βραβεία και της διακρίσεις, ιδιαιτέρως σε μια τελείως χειροποίητη παραγωγή όπως “Ο Γιώργος του Κέδρου” είναι ότι βοηθούν ώστε η ταινία να φτάσει σε όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο, γιατί αυτό είναι και το ζητούμενο, οι ταινίες που φτιάχνουμε να βρίσκουν το κοινό τους”.

“Όρνιθες (ή πώς να γίνεις πουλί)”  – Μπάμπης Μακρίδης
Προβολή: Σάββατο 5 Ιουνίου, 20.40
Η μεγαλύτερη πρόκληση είναι να βρεθεί ο τρόπος που το θέμα που υπάρχει εκεί έξω, στη ζωή, θα γίνει κινηματογραφική αφήγηση. Πώς αυτό που υπήρξε πριν το σκεφτείς, θα γίνει κινηματογραφική ιστορία. Στην δική μας αφήγηση που δεν υπάρχει ουσιαστικά ρεαλισμός, πρόκληση ήταν να διατηρηθούν οι ιδέες που πηγάζουν από το έργο του Αριστοφάνη και να αποδοθούν στην ταινία αφού η κάμερά μας παρακολουθήσει την ερμηνεία των ιδεών του Αριστοφάνη που πραγματοποίησε κάποιος άλλος (Νίκος Καραθάνος) πριν από εμάς, και παράλληλα να γίνει κάτι καινούριο. Χάος δηλαδή όπως ο γραπτός μου λόγος εδώ. 

Καλά είναι τα βραβεία γιατί νιώθεις όμορφα. Τόσο απλά είναι τα πράγματα. Επίσης ύστερα από ένα βραβείο, τα παλιά χρόνια, ακολουθούσε ένα πάρτι”.

Αναλυτικά το πρόγραμμα των προβολών εδώ

Προπώληση εισιτηρίων εδώ

Τιμές εισιτηρίων: 7.5 ευρώ ανά προβολή, 12 ευρώ ανά ημέρα 

@oneofusgr

If you're here, you're one of us!