Δεν ξέρω αν φταίνε οι ταινίες, οι σειρές και γενικά τα media, αλλά έχω κάνει μία παρατήρηση. Όταν κάποιος μιλάει για διατροφικές διαταραχές, το μυαλό μου αμέσως δημιουργεί την εικόνα μίας αδύνατης straight λευκής γυναίκας, συνήθως και ξανθιάς και εύπορης. Λες και είναι η μόνη κατηγορία ανθρώπου που υποφέρει από αυτές.
Ωστόσο, δεν είναι η μόνη κατηγορία, αλλά η κύρια που προβάλλεται. Ναι, το μεγαλύτερο ποσοστό των ατόμων με διαγνωσμένη διατροφική διαταραχή είναι γυναίκες. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι μιλάμε μόνο για λευκές, αδύνατες και straight, ούτε ότι έχουν το μονοπώλιο. Στην πραγματικότητα, μάλιστα, μία τέτοια γυναίκα είναι πιθανόν να έχει λιγότερες πιθανότητες να έρθει αντιμέτωπη με διατροφική διαταραχή στη ζωή της.
Αντίθετα, η LGBTQI+ κοινότητα εμφανίζει αρκετά μεγαλύτερα ποσοστά. Ποσοστά που είναι μεγαλύτερα για τα μέλη της, σε σχέση με τα straight και cis άτομα, ήδη από την ηλικία των 12 ετών. Σε περίπτωση που δεν καταλαβαίνεις γιατί, θυμήσου ότι οι διατροφικές διαταραχές είναι πρωτίστως ψυχικές ασθένειες. Δευτερευόντως συνήθως αποτελούν επακόλουθο εκτεταμένων και βίαιων προσπαθειών απώλειας βάρους.
Τα ανεβασμένα ποσοστά στην LGBTQI+ κοινότητα
Τι φταίει, λοιπόν, για τα ανεβασμένα ποσοστά διατροφικών διαταραχών εντός της LGBTQI+ κοινότητας; Σύμφωνα με την Εθνική Ένωση Διατροφικών Διαταραχών των ΗΠΑ οι παράγοντες είναι αρκετοί. Υπάρχει η πιθανότητα της “προφανούς” αιτίας, της προσπάθειας να φτάσεις τα ιδανικά σωματικά στάνταρ που υπάρχουν σε μία LGBTQI+ ομάδα. Εκτός αυτού, όμως, οι συχνότερες αιτίες συνδέονται με περισσότερο υπόγεια θέματα. Ανάμεσά τους είναι ο φόβος της απόρριψης από τον άμεσο οικογενειακό και μη περίγυρο, οι εσωτερικευμένες αρνητικές αντιλήψεις για τον εαυτό τους ή τον σεξουαλικό τους προσδιορισμό, η έκθεση σε βία και το μετατραυματικό στρες, οι διακρίσεις αναφορικά με τη σεξουαλικότητα ή την ταυτότητα φύλου τους και η ασυμφωνία μεταξύ βιολογικού φύλου και ταυτότητας φύλου. Παράλληλα, μεγάλο ρόλο παίζει και η ύπαρξη ή μη της αίσθησης κοινότητας που βιώνουν.
Ωστόσο, οι αιτίες και τα ποσοστά αλλάζουν όταν επικεντρωνόμαστε σε πιο συγκεκριμένες κατηγορίες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό των μαύρων και Λατίνων LGBTQI+, που τα στατιστικά δείχνουν ότι υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος να εμφανίσουν διατροφική διαταραχή. Βασικός λόγος, η προσθήκη φυλετικών καταπιέσεων και διακρίσεων στην “εξίσωση”. Διαφορές, όμως, στα ποσοστά βλέπουμε και όταν πιάνουμε μία μία κάποιες LGBTQI+ κατηγορίες, αν και δυστυχώς δεν υπάρχει για όλες ερευνητικό υλικό.
Gay και bisexual άντρες
Ας ξεκινήσουμε με το βασικό στερεότυπο. Θεωρούμε γενικά ότι μόνο οι γυναίκες εμφανίζουν διατροφικές διαταραχές. Αυτό, όμως, δεν ισχύει. Σύμφωνα με τον οργανισμό BEAT, το 25% των νοσούντων από διατροφικές διαταραχές είναι άντρες. Από αυτούς, μεγαλύτερο κίνδυνο έχουν οι gay και οι bisexual, με περισσότερους από το 15% τους να εμφανίζουν συμπτώματα διατροφικής διαταραχής.
Αν εστιάσουμε ακόμα περισσότερο, θα ανακαλύψουμε ότι οι gay κουβαλάνε τα μεγαλύτερα ποσοστά, σε σχέση και με τους bisexual. Είναι χαρακτηριστικό πως, ενώ οι gay αποτελούν μόλις το 5% του αντρικού πληθυσμού, αντιπροσωπεύουν το 42% των αντρών με διατροφική διαταραχή. Θεωρούνται συγκεκριμένα αρκετά επιρρεπής στη βουλιμία. Είναι εφτά φορές πιο πιθανό να δηλώσουν ότι τρώνε με λαιμαργία και δώδεκα φορές πιο πιθανό ότι μετά κάνουν εμετό.
Οι αιτίες; Κατ’ αρχάς υπάρχει η πιθανότητα, τα στατιστικά να μην είναι 100% ακριβή, μιας και οι straight άντρες είναι γενικά λιγότερο πιθανό να παραδεχτούν συμπτώματα της όποια ψυχικής ασθένειας. Πέραν αυτού, όμως, οι LGBTQI+ άντρες σε αρκετές περιπτώσεις έχουν βιώσει κάποιος είδος σεξουαλικής κακοποίηση ή ακραίου bullying ως παιδιά, με τη διατροφική διαταραχή να έρχεται μετέπειτα και να λειτουργεί ως μηχανισμός αντιμετώπισης. Συγχρόνως, συγκεκριμένα για τους gay, έχει διαπιστωθεί ότι βιώνουν αντίστοιχη αντικειμενικοποίηση των σωμάτων τους, με αυτή που βιώνουν οι γυναίκες στις straight κοινότητες.
Λεσβίες και bisexual γυναίκες
Όσον αφορά τις λεσβίες και bisexual γυναίκες και τις διατροφικές διαταραχές, έχει διαπιστωθεί ένα σημαντικό πρόβλημα. Οι έρευνες είναι λίγες και όσες υπάρχουν συχνά αντικρούονται μεταξύ τους. Δηλαδή; Από τη μία, έχουμε έρευνες που μάς λένε ότι οι LGBTQI+ γυναίκες νιώθουν σε μεγαλύτερο βαθμό ικανοποιημένες με το σώμα τους σε σχέση με τις straight. Παράλληλα, αρκετές μάς λένε ότι λεσβίες, bisexual και straight γυναίκες έχουν ακριβώς τις ίδιες πιθανότητες να αναπτύξουν διατροφική διαταραχή.
Από την άλλη, διαφορετικές έρευνες μάς οδηγούν σε άλλα συμπεράσματα. Για παράδειγμα, η Εθνική Ένωση Διατροφικών Διαταραχών αναφέρει ότι LGBTQI+ άτομα είναι πιθανότερο να εμφανίσουν συμπτώματα βουλιμίας ανεξαρτήτως φύλου. Την ίδια στιγμή, σημειώνει ότι λεσβίες και bisexual γυναίκες είναι δύο φορές πιο πιθανό να δηλώσουν ότι έχουν κάποια διατροφική διαταραχή, σε σχέση με τις straight.
Τα αντιφατικά αποτελέσματα δημιουργούν ένα ακόμα πρόβλημα. Μη γνωρίζοντας τα σίγουρα στατιστικά για τις LGBTQI+ γυναίκες, δεν γίνεται ουσιαστική έρευνα για τους λόγους που οδηγούν εκείνες στις διατροφικές διαταραχές. Κατ’ επέκταση, δεν αναζητούνται ούτε πιο εξειδικευμένοι για αυτές τρόποι αντιμετώπισης και πρόληψης.
Τρανς άτομα
Τα τρανς άτομα αποτελούν μόλις το 0,6% περίπου του παγκόσμιου πληθυσμού. Κι όμως, τα ποσοστά τους σε διατροφικές διαταραχές ξεπερνούν αρκετά αυτά των cis ατόμων. Έρευνες της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Princeton, έχουν δείξει ότι τα στατιστικά είναι σταθερά μεγαλύτερα στα τρανς άτομα από όποια πλευρά κι αν το πιάσεις. Αναλυτικότερα, τα τρανς άτομα είναι τέσσερις φορές πιο πιθανό να διαγνωστούν με διατροφική διαταραχή, τρεις φορές πιο πιθανό να περιορίσουν την κατανάλωση φαγητού, εννιά φορές πιο πιθανό να πάρουν διαιτητικά χάπια και εφτά φορές πιο πιθανό να χρησιμοποιήσουν καθαρτικά για να ελέγξουν το βάρος τους.
Οι αιτίες μπορούν να διακριθούν σε δύο βασικές. Αρχικά, έχουμε την ίδια που μπορεί να συναντήσουμε σε όλα τα LGBTQI+ άτομα. Την πιθανότητα, δηλαδή, η διατροφική διαταραχή να εμφανίζεται ως ένας μηχανισμός αντιμετώπισης τραύματος. Ένα τραύμα που προκύπτει στα τρανς άτομα από το στίγμα που στις περισσότερες κοινωνίες τα ακολουθεί και από τη βία και το bullying που μπορεί να έχουν δεχτεί.
Η άλλη αιτία έχει να κάνει με τη δυσφορία φύλου που αισθάνονται στην πλειοψηφία τους. Στην περίπτωση των τρανς γυναικών, έχουμε την προσπάθεια απόκτησης περισσότερων θηλυκών χαρακτηριστικών μέσω της απώλειας βάρους. Στους τρανς άντρες, από την άλλη, είναι πιθανό να έχουμε μία προσπάθεια καταπίεσης των γυναικείων χαρακτηριστικών, όπως είναι η έμμηνος ρύση, μέσω της στέρησης φαγητού στον οργανισμό μας.
Οι αυξημένες δυσκολίες αντιμετώπισης
Η LGBTQI+ κοινότητα έχει αυξημένες πιθανότητες εμφάνισης διατροφικής διαταραχής, αλλά έχει ακόμα ένα πρόβλημα-κίνδυνο. Είναι πολύ δυσκολότερο για τα μέλη της να βρουν την κατάλληλη για εκείνα στήριξη και θεραπεία. Αν και σιγά σιγά αυτό τείνει να αλλάξει, για την ώρα υπάρχει αρκετά μεγάλη έλλειψη σε ειδικούς και έρευνες που προτείνουν και προσφέρουν θεραπείες προσαρμοσμένες στη δική τους σεξουαλικότητα ή/και ταυτότητα φύλου. Την ίδια στιγμή με αυτό, είναι αρκετά πιθανό να μην έχουν ούτε κάποια στήριξη από το άμεσο περιβάλλον τους. Είτε γιατί δεν έχουν την στήριξη φίλων και συγγενών, είτε διότι δεν αποτελούν μέρος μίας “ζεστής” κοινότητας.