Αν μπορούσαμε να γεμίσουμε μπουκάλια με τα δάκρυα που έχουν χυθεί για τον έρωτα ενός μπάρμαν που δεν είχε την ανταπόκριση που περιμέναμε, τότε αυτά θα γέμιζαν σίγουρα τα ράφια της μπουκαλιέρας ενός μπαρ. Αν βάζαμε στη σειρά τα ποτήρια σφηνάκια που έχουν κεραστεί από bartenders προς “διψασμένα” για εκείνους (κι όχι για αλκοόλ) άτομα, τότε σίγουρα θα καλύπταμε την απόσταση Αθήνα – Θεσσαλονίκη. Τι είναι αυτό που μας κάνει να κολλάμε τόσο πολύ με τους συγκεκριμένους εργαζόμενους του κλάδου της εστίασης; Γιατί όταν κάποιος βρίσκεται πίσω από τη μπάρα αποκτά αυτομάτως μια ακαταμάχητη γοητεία και με το που μας λέει “Καλησπέρα” χασκογελάμε σαν τη Phoebe όταν ο Joe χρησιμοποίησε για πρώτη φορά πάνω της το μυστικό όπλο του “How you doin’?”.Αν και δεν θίγεται όσο θα έπρεπε ως ζήτημα, παραδοσιακά, τα άτομα που εργάζονται στην εστίαση προσλαμβάνονται, όχι μονάχα για τις επαγγελματικές τους ικανότητες – οι οποίες οφείλουν να είναι εξαιρετικές, καθώς πρόκειται για μια απαιτητική δουλειά – αλλά και για την εξωτερική εμφάνιση και τις επικοινωνιακές δεξιότητες. Αυτό ισχύει για όλα, ανεξαρτήτως φύλου ή θέσης. Ο μπάρμαν λοιπόν δεν αποτελεί εξαίρεση. Συνεπώς, εκτός από τα πιο παλιά μπαρ της πόλης, που ίσως εκείνος όπου βρίσκεται πίσω από τη μπάρα να είναι ο εδώ και 40 χρόνια ιδιοκτήτης του, είναι δύσκολο να βρείτε ένα μη γοητευτικό πρόσωπο να φτιάχνει τα ποτά σας. Κοινώς, ανεξάρτητα από το αν εργασιακά και ηθικά είναι σωστό, στις περισσότερες περιπτώσεις το προσωπικό ενός μπαρ λειτουργεί και ως “κράχτης”.

Παρόλα αυτά, πολλοί είναι οι παράγοντες που διαμορφώνουν το προφίλ του μπάρμαν, το οποίο δεν αλλάζει μόνο ανά τις δεκαετίες, αλλά και ανά τον τόπο, τη γειτονιά, ακόμα και το χώρο. Για παράδειγμα, όπως μας έχει διδάξει ο Tom Cruise στο αξεπέραστο μέχρι σήμερα “Cocktail”, κάποτε ο μπάρμαν όφειλε να είναι και showman. Όσα διαδραματίζονται στην ταινία δεν αποτελούν κινηματογραφική υπερβολή. Ο Κώστας (47) εργάζονταν για αρκετά χρόνια σεζόν ως μπάρμαν σε νησί, πίσω στη δεκαετία του ‘90 και επιβεβαιώνει πως το ζογκλεριλίκι με τα μπουκάλια και το shaker ήταν καθημερινή ρουτίνα της δουλειάς του, “Δεν έκανα κάνα σεμινάριο βέβαια, ούτε μου έδειξε κανείς, μόνος μου τα έμαθα, αλλά ήταν κάτι που έπαιζε πολύ εκείνη την εποχή για εντυπωσιάζεις τους πελάτες γενικότερα, όχι μόνο τα κορίτσια. Φυσικά και υπήρξα υπερβολικά φιλικός με τις γυναίκες – θαμώνες του μπαρ, ωστόσο δεν μου δόθηκε κάποια σχετική οδηγία. Τώρα βέβαια που έχουν περάσει τα χρόνια νομίζω ότι με προσέλαβαν επειδή μου “φαίνονταν” (σ.σ. ότι θα φλερτάρει τις γυναίκες) όυτως ή άλλως. Σήμερα, στα περισσότερα μπαρ του εμπορικού τριγώνου της Αθήνας, ο μπάρμαν, εξακολουθεί να είναι performer, έχει όμως να ανταπεξέλθει σε μία εντελώς διαφορετική ερμηνεία, αυτή του gentleman / butler. Με δερμάτινη ποδιά καμωμένη από κάποιο ανεξάρτητο λόκαλ desinger brand, πουκάμισο κουμπωμένο μέχρι το λαιμό, ξυρισμένοι ή με περιποιημένα μούσια και μύστακες, οι “new age bartenders” έχουν τους τρόπους ενός λόρδου και είναι κινητές εγκυκλοπαίδειες γνώσεων του πεδίου τους. Αυτό το προφίλ του μπάρμαν μπορεί να έχει κάποια δική του γοητεία, ωστόσο δημιουργεί μία απόσταση ανάμεσα σε εκείνον και τον εκάστοτε πελάτη. Αυτού του τύπου ο bartender χάνει όλο ένα και περισσότερο την ανθρώπινη υπόστασή του κι αυτό βάζει ένα φράγμα που ίσως να αποτελεί την πρώτη απόπειρα της απαλλαγής του από την ταμπέλα του “αντικειμένου του πόθου”.Είτε θέλουμε να το παραδεχτούμε, είτε όχι, όλ@ μας έχουμε κεραυνοβοληθεί με τουλάχιστον έναν μπάρμαν στη ζωή μας. Είναι ένα αναπόφευκτο κλισέ που έστω και ασυνείδητα επιβεβαιώνουμε. Ευτυχώς λοιπόν ή δυστυχώς (αν η καρδούλα μας έχει καεί), η πλειοψηφία των barmen στα μπαρ που γίνονται στέκια μας, σε εκείνα που πάμε για να κάνουμε μεγάλους λογαριασμούς κι όχι να απολαύσουμε (;) μοριακά cocktails είναι οι γοητευτικοί, προσιτοί bartenders που δεν χρειάζεται να πιάνουν μπουκάλια στον αέρα για να μας κάνουν να λιώνουμε για εκείνους. Είναι τα όμορφα αγόρια που είναι πάντα εκεί για εμάς, που θα μας σερβίρουν με χαμόγελο και που, αν γίνουμε θαμώνες του μπαρ που εργάζονται, θα γίνουν οι εξομολογητές μας, οι κολλητοί που κρυφογουστάρουμε και εν τέλει το απωθημένο μας. Ένας από αυτούς είναι και ο Στάθης (34), επαγγελματίας μπάρμαν που έχει εργαστεί σε μπαρ των βορείων προαστίων, αλλά και του κέντρου και ο οποίος, σχετικά με το πώς έχει εξελιχθεί το προφίλ του bartender ανά τις δεκαετίες, αλλά και τα μέρη, λέει πως στον ίδιο δεν έχει ζητηθεί ποτέ ευθέως να φλερτάρει με τις πελάτισσες. “Δεν μου έχουν πει ποτέ ότι “πρέπει” να το κάνω, αλλά το να είμαι έτσι έξτρα “φιλικός” και ότι αυτό βοηθάει έχει υπονοηθεί”.

Παρόλα αυτά, καθώς και οι barmen είναι άνθρωποι, δεν σημαίνει πως η flirty διάθεσή τους δεν είναι πραγματική. Είναι σαφές και στις δύο πλευρές της μπάρας πως ο μπάρμαν έχει πάνω μας μία κάποιου είδους “εξουσία”. Είναι σε σημαντικά μεγάλο βαθμό υπεύθυνος για την έκβαση της βραδιάς μας. Από το πόσο ευχάριστος και επικοινωνιακός είναι ενδέχεται να εξαρτηθεί η ποσότητα αλκοόλ που θα καταναλώσουμε και από την μεταξύ μας αλληλεπίδραση μπορεί να καθοριστεί η σχέση μας μαζί του. Έχει τη δύναμη μέσω ενός πολύ δυνατού καναλιού, εκείνου του αλκοόλ, να μας κάνει να νιώσουμε μοναδικά και ξεχωριστά.Ένας σημαντικός παράγοντας που καθιστά γόνιμο το έδαφος για “κόλλημα” με τον bartender είναι η έλλειψη φλερτ στα μπαρ γενικότερα. Όπως αναλύεται διεξοδικά εδώ και χρόνια στην εγχώρια, αλλά και παγκόσμια αρθρογραφία, τα μπαρ έχουν πάψει καιρό να αποτελούν την αρένα του φλερτ. Αν βάλουμε στην εξίσωση τουλάχιστον δύο γενιές που έχουν μάθει να φλερτάρουν στην “ασφάλεια” του διαδικτύου, άτομα που στην παρούσα συνθήκη βρίσκονται σε σύγχυση και φοβούνται να φλερτάρουν μήπως αυτό θεωρηθεί παρενόχληση, ενώ οι γραμμές είναι πολύ ξεκάθαρες, αλλά και την πανδημία που μας απομάκρυνε από τη διάδραση με το φύλο που μας ενδιαφέρει ερωτικά συνολικότερα, ο μπάρμαν είναι ίσως ο μοναδικός άνθρωπος σε ένα μπαρ που έχει eye contact μαζί μας, είναι φιλικός, μας ρωτάει αν όλα είναι καλά ή αν χρειαζόμαστε κάτι άλλο (ναι, εσένα να σε πιούμε σε ποτήρι του μαρτίνι) και ναι, ίσως να είναι και flirty. Η παγίδα λοιπόν εδώ, για σένα που ξημεροβραδιάζεσαι στο μπαρ με την ελπίδα ότι απόψε θα είναι η βραδιά που θα φύγεις μαζί με τον μπάρμαν στο τέλος της βάρδιας του, είναι αν τα κερασμένα σφηνάκια που κατρακυλούν στον οισοφάγο σου είναι επειδή σε γουστάρει ή απλώς επειδή είναι μέρος της δουλειάς.Ο Αντώνης (35) που δουλεύει χρόνια ως μπάρμαν σε μπαρ του κέντρου, ενώ ταυτόχρονα κυνηγά μια καριέρα στη μουσική είναι ειλικρινής. “Όταν διένυα τη δεκαετία των 20, εννοείται πως την είχα ψωνίσει με την τόσο εύκολη πρόσβαση στο σεξ που μου έδινε η δουλειά μου. Ναι, δεν ήταν όλα τα κερασμένα σφηνάκια προϊόν φλερτ, αν μια οποιαδήποτε παρέα, όχι μόνο κοριτσιών, κάνει κατανάλωση θα κεράσεις, ούτε και ανταποκρινόμουν σε κάθε πέσιμο, αν όμως μια κοπέλα που έρχονταν και κάθονταν στην μπάρα μου άρεσε θα “εκμεταλλευόμουν” το προτέρημα που μου δίνει η θέση μου. Η καθημερινότητά ενός μπάρμαν δεν είναι εύκολη. Εθίζεσαι άθελά σου στις εφήμερες σχέσεις. Τα ωράρια και οι συνθήκες εργασίας κάνουν πολύ δύσκολο το να κρατήσεις μία σχέση. Είναι λογικό, όταν είσαι και μικρότερος και δεν σου λείπει η συντροφικότητα, να καταλήγεις στα one stands. Και πού αλλού θα γνωρίσεις κόσμο, αν όχι εκεί που δουλεύεις, εφόσον την υπόλοιπη μέρα, πριν πας στη δουλειά, κοιμάσαι;”.

Για τον μέσο μπάρμαν είναι μονόδρομος να φλερτάρει με άτομα που κάθονται στην μπάρα του, καθώς όπως πολύ σωστά σημειώνει ο Αντώνης, το μπαρ στο οποίο δουλεύει είναι ο χώρος στον οποίο περνά τον περισσότερο χρόνο του 24ώρου του. Για εμάς από την άλλη, είναι μονόδρομος το να υποκύψουμε στη γοητεία τους, καθώς είναι οι μικροί θεοί των ναών μας, των μπαρ στα οποία κοινωνικοποιούμαστε και κοινωνούμε αλκοόλ, ξαλαφρώνουμε την ψυχή μας εξομολογούμενοι στους συμπότες μας τις μύχιες σκέψεις και τα πάθη μας, ενίοτε αγγίζουμε την έκσταση χορεύοντας και τραγουδώντας δυνατά. Δεν μπορούμε λοιπόν παρά να διατυπώσουμε την εξής απορία: Μήπως η ατμόσφαιρα του μπαρ είναι που κάνει τον μπάρμαν τόσο ακαταμάχητα ποθητό;

@oneofusgr

If you're here, you're one of us!