Κάντε το εικόνα. Είναι στ’ αλήθεια μία πρόσφατη σκηνή από την καθημερινότητά σας. Έχετε μόλις γυρίσει από την καλοκαιρινή σας άδεια και είναι η πρώτη εργάσιμη μέρα στη δουλειά. Ο νούμερο ένα φόβος σας ήταν να ανοίξετε τα email σας, σωστά; Τα emails αποτελούν εδώ και πολλά χρόνια έναν από τους top στρεσογόνους παράγοντες στην εργασία. Μία πανδημία και μία νέα γενιά χρηστών ψηφιακών μέσων επικοινωνίας ωστόσο, ίσως να ήρθαν για να εξαλείψουν μια για πάντα τα σχεδόν τρομακτικά ηλεκτρονικά κλειστά φακελάκια που με μπολνταρισμένα γράμματα σημειώνουν μία προς μία τις εκκρεμότητες όχι μονάχα της μέρας μας, αλλά ενδεχομένως του μήνα ή και της εργασιακής μας σεζόν.Σύμφωνα με μια έρευνα του 2020 της συμβουλευτικής εταιρείας Creative Strategies, υπάρχει χάσμα γενεών στα κύρια εργαλεία εργασίας. Για τους άνω των 30, το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο είναι μεταξύ των κορυφαίων εργαλείων που χρησιμοποιούν στη δουλειά. Αντίθετα, οι κάτω των 30 ετών, δηλαδή κυρίως οι Zoomers, προτιμούν τα κοινοποιημένα Έγγραφα Google, το Zoom και το iMessage.
Είναι γεγονός πως η πανδημία και η τηλεργασία ως συνέπειά της, εκτόξευσαν τη χρήση chatting applications ακόμα και στην εργασία. Messenger, Whatsapp, Viber επιστρατεύτηκαν για αμεσότερη και κατά συνέπεια ταχύτερη επικοινωνία μεταξύ συναδέλφων, όση αντίσταση κι αν επιδείξαμε στην αρχή. Βλεπετε, δεν θα ξεχάσω στην αρχή της πανδημίας, έναν συνεργάτη ο οποίος ανήκε στη γενιά των millennials, που, όταν μία συνάδελφός μου καίγονταν για κάτι, του έστειλε στο Messenger αντί για email κι εκείνος της απάντησε πως, τα συγκεκριμένα chatting apps και τα social media, δεν αποτελούν εργαλεία δουλειάς. Απόλυτος; Ίσως. Έβαλε όμως παράλληλα στο τραπέζι την εύκολη προσβασιμότητα που δυνητικά παρέχει αυτού του είδους η επικοινωνία και μπορεί να θολώσει τα όρια εργασίας – προσωπικής ζωής.Τα mails μας έχουμε τη δυνατότητα να μην τα κοιτάξουμε αφότου σχολάσουμε και κλείσουμε τον υπολογιστή, όμως τα DM μας και τα εισερχόμενά μας σε άλλες εφαρμογές που είναι ο τρόπος που επικοινωνούμε με φίλους και οικογένεια είναι εκεί για να μας στοιχειώνουν, αν παραμείνουν αδιάβαστα. Ναι, φυσικά και μπορούμε να τα αφήσουμε undread, αλλά ας σοβαρευτούμε, ποιός έχει τη δύναμη να το κάνει στην digital πραγματικότητα που ζούμε, με τα κόκκινα notifications που φωνάζουν “Δεν με έχεις διάβασει!” να αποτελούν παράγοντα στρες;
Τον περασμένο Απρίλιο, οι New York Times μετά από απάντηση σε αναγνώστη αναφορικά με το στρες που έχει προκαλέσει η πανδημία, έλαβαν εκατοντάδες μηνύματα από το κοινό που τους παρακολουθεί τα οποία έφερναν στο νούμερο ένα των παραγόντων που τους προκαλούν άγχος αυτή την περίοδο, τα emails. Περιγραφές όπως “αιώνια αγγαρεία”, “Σε άσχημες μέρες έχω μέχρι και κλάψει αντικρίζοντας τα mails μου”, “Κάθε φορά που λαμβάνω ένα email, είναι σαν να με μαχαιρώνουν. Είναι ακόμα ένα πράγμα που πρέπει να κάνω”, ξεχωρίζουν. Άλλοι έγραψαν για το αίσθημα ενοχής που τους προκαλεί το να αργούν να απαντήσουν σε ένα mail ή ακόμη και για το γεγονός ότι μπορεί να ήταν οι ίδιοι που φορτώνουν με ακόμη περισσότερα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου τα εισερχόμενα των συναδέλφων τους. Άλλοι περιέγραψαν πώς η ανταπόκριση σε ένα καταιγισμό mails τους αποσπά από άλλες εργασίες, δημιουργώντας ένα φαύλο κύκλο που στην καλύτερη περίπτωση απλά τους κάνει μη παραγωγικούς, ενώ στη χειρότερη τους φέρνει στα όρια του burn out.
Σε ένα άρθρο του 2019 η Gloria Moskowitz-Sweet και η Erica Pelavin, ιδρύτριες ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού που επικεντρώνεται στη σχέση των νέων με την τεχνολογία, εξηγούν ότι η Gen Z, ως η γενιά που γεννήθηκε και μεγάλωσε με το internet παρόν στη ζωή τους, είναι ίσως καλύτερα εξοπλισμένη για να σκέφτεται κριτικά τις ψηφιακές συνήθειες. “Για τους Zoomers είναι εξαιρετικά αντιληπτοί οι τρόποι με τους οποίους η τεχνολογία έχει αλλάξει τον κόσμο τους και έχουν πολύ πιο αντικειμενική άποψη για αυτή απ’ ό,τι οι προηγούμενες από αυτούς γενιές”, γράφουν.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ των New York Times και πάλι, νεαροί επαγγελματίες που ανήκουν στην Gen Z αναφέρουν στην πλειονότητά τους ότι τα emails, εκτός από απαρχαιωμένος τρόπος επικοινωνίας είναι και παράγοντας στρες επιβεβαιώνοντας τις παραπάνω έρευνες. Ωστόσο, αν παρατηρήσει κανείς πιο προσεκτικά θα δει ότι όλοι οι συμμετέχοντες στο ρεπορτάζ είναι ελεύθεροι επαγγελματίες. Η πραγματικότητα ενος freelancer από εκείνη ενός υπαλλήλου γραφείου είναι εντελώς διαφορετική. Κρατήστε το.
Δεν προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι οι νεότερες γενιές προτιμούν το μονοπάτι του ελεύθερου επαγγελματία ή του entrepreneur. Τα εργασιακά δεδομένα, όπως αυτά έχουν παγιωθεί από τις προηγούμενες γενιές δεν τους καλύπτουν, τους φαίνονται outdated, δεν ικανοποιούν τις ανάγκες τους. Συνυπολογίστε επίσης ότι πρόκειται για τη γενιά που έχει φέρει στο δημόσιο διάλογο τα ζητήματα ψυχικής υγείας, αλλά και την έλλειψη αξιοκρατίας και τις διακρίσεις στους χώρους εργασίας. Η Gen Z κλείνει συνωμοτικά το μάτι σε millennials, Gen Xers και boomers (καλά μάλλον σε αυτούς τους τελευταίους θα λέγαμε καλύτερα πως υψώνει το μεσαίο δάχτυλο) και προσωπικά, ανυπόμονα και τρίβοντας τα χεράκια μου περιμένω τη στιγμή που οι εργοδότες θα τα βρουν σκούρα, καθώς με μία νέα γενιά να δείχνει το δρόμο προς την αλλαγή και μία πανδημία να την εξαναγκάζει να έρθει πιο γρήγορα, σύντομα θα συνειδητοποιήσουν ότι οι εργαζόμενοι που ήξεραν προ κορωνοϊού δεν είναι πια οι ίδιοι.Μέχρι τότε όμως, μπορούν όντως οι Zoomers να μας σώσουν από την αγχόνη των emails και αν ναι μήπως θα το κάνουν με έναν εντελώς λάθος τρόπο ο οποίος θα μας εισάγει σε μία δυστοπική συνθήκη; Όπως αναφέρεται παραπάνω, οι Zoomers που βρίσκουν τα email αφόρητα και προτιμούν chatting apps ή άλλες εφαρμογές για να επικοινωνούν με συναδέλφους και πελάτες, είναι στην πλειονότητά τους freelancers. Αυτό σημαίνει ότι έχουν επιλέξει ένα δύσκολο μονοπάτι με πολλές “παγίδες”, μία από αυτές ο διαχωρισμός ελεύθερου χρόνου – εργασίας. Κανένα ρολόι, καμία σύμβαση, κανένα ωράριο λειτουργίας έστω και τυπικά δεν σημάνει τη λήξη της εργάσιμής τους. Είναι κάτι που πρέπει να επιβάλλουν οι ίδιοι. Επιλέγοντας λοιπόν να μην επικοινωνούν με mails, στα οποία υπάρχει περισσότερος έλεγχος ως προς το πότε μπορούν να απαντηθούν, ίσως αφήνουν μία επικίνδυνα ευρύχωρη χαραμάδα σε συνεργάτες, εργοδότες, πελάτες να παραβιάσουν την ιδιωτικότητά τους. Αν αυτός λοιπόν γίνει ο επικρατέστερος τρόπος επικοινωνίας για δουλειά, κάτι που η πανδημία ενθάρρυνε και για τους υπάλληλους γραφείου όπως επισημαίνεται πρωτύτερα, θα παρασυρθούμε όλοι σε μία μαύρη τρύπα διαθεσιμότητας. Ποια είναι λοιπόν η διαφορά στο τέλος της μέρας;
Τα mails θα εξακολουθούν να αποτελούν παράγοντα στρες για τους εργαζόμενους. Κάποια στιγμή εν μέσω lockdowns, που είχαν κάπως καταλυθεί τα όρια ιδιωτικής ζωής – εργασίας, θυμάμαι όχι απλώς να εξοργίζομαι, αλλά να πέφτω σε απίστευτη θλίψη όταν λάμβανα κάποιο mail σχετικό με δουλειά στις 11 το βράδυ για παράδειγμα ή Κυριακή. Άρχισα η ίδια να βάζω κανόνες στον εαυτό μου (και όχι σε όσους παραβιάζαν τον ελεύθερό μου χρόνο, γιατί πώς ακριβώς μπορώ να τους κατηγορήσω όταν το κινητό μου είναι μονίμως συνδεδεμένο στο internet;), να μη διαβάζω mail μέρες και ώρες που θεωρώ ότι δεν είναι εργάσιμες, όπως επίσης να μην ανοίγω το wifi στο κινητό για όσο πίνω τον πρωινό μου καφέ, καθώς για μερικούς μήνες με έπιανε τρόμος ότι, μόλις πατήσω την ενεργοποίησή του, θα μου έρθουν mail με επικρίσεις, διορθώσεις, σχόλια για κάτι που έχω παραδώσει (προφανώς μου είχε ήδη συμβεί αρκετές φορές, δεν το φανταζόμουν απλά) και θα κατέληγε στο να μου καταστραφεί η μέρα.
Δεν θεωρώ ότι καμία από όλες τις γενιές που αποτελούν το εργατικό δυναμικό του πλανήτη σήμερα μπορεί να αλλάξει το τοπίο αναφορικά με τα εργαλεία επικοινωνίας στη δουλειά σε σημείο που να μην αποτελούν στρεσογόνο παράγονται, αλλά βέβαια, αν κάποια μπορεί να το κάνει είναι σίγουρα η Gen Z. Αρκεί να θυμάται, ότι το κλειδί είναι, όσο ο ψηφιακός κόσμος εξελίσσεται, να διαφυλάσσεται όλο και περισσότερο ο φυσικός. Η ισορροπία είναι εξαιρετικά λεπτή, καθώς κανείς δεν επιθυμεί να δαιμονοποιηθεί το διαδίκτυο και η ψηφιακή επικοινωνία που έχει κάνει τη ζωή μας παράλληλα πιο εύκολη και ειδικότερα μέσα στην πανδημία έχει αποδειχθεί σωτήρια για πολλούς επαγγελματικούς τομείς. Ήρθε με ένα κόστος. Σίγουρα. Όπως κάθε τι καινούριο. Αυτό το κόστος οφείλει να συνυπολογίσει όποιος έχει μια καλύτερη πρόταση για το πώς να διαχειριστούμε την προστασία του ελεύθερου χρόνο μας και της ψυχικής μας υγείας, γιατί στην τελική, περί αυτών γίνεται η όλη συζήτηση. Η απάντηση ίσως να βρίσκεται σε μία και μόνο λέξη. Όριο. Και η Gen Z μάλλον ξέρει από όρια. Τα έχει μάθει για αρχή στην αναπαυτική μπερζέρα του ψυχολόγου, από την οποία κατάφερε να αποτινάξει κάθε ταμπού.