Υπάρχει κάτι στα μικρά συνοικιακά εμπορικά κέντρα της δεκαετίας του ‘80, πολλά από τα οποία στέκουν σήμερα σαν κουφάρια μιας άλλης Ελλάδας, μιας στιγμής στο χρόνο που η χώρα κοιτούσε ανυπόμονα προς το μέλλον συμπαρασύροντας και την αρχιτεκτονική της. Είναι η επιβλητική κι ογκώδης όψη τους, που φαίνεται πως πασχίζει να εμπνεύσει το μοντέρνο και το πρωτοποριακό, με το γυαλί και το μέταλλο να αποτελούν τα χαρακτηριστικά δομικά τους υλικά. Το εσωτερικό τους, που έρχεται σε πλήρη αντιδιαστολή με την εξωτερική τους μορφή, με πιο γλυκά, αν και βιομηχανικά χρώματα, όπως το κόκκινο και το κίτρινο να συναντούν καθρέφτες και φοινικοειδή φυτά. Εκείνοι που τα επισκέπτονται, οι περιστασιακοί περιπατητές και ο τακτικοί επισκέπτες που κάτι έχουν ανακαλύψει στα λιγοστά καταστήματα που υπάρχουν ακόμη σε αυτά τα κτίρια, αλλά δεν το μοιράζονται με κανέναν. Τα συνοικιακά εμπορικά κέντρα της Αθήνας και γενικότερα της χώρας μας είναι πια ερειπωμένα, αλλά παραμένουν απαράμιλλα γοητευτικά.
Σε προϊόντα ποπ κουλτούρας όπως για παράδειγμα το “Stranger Things” είχαμε την ευκαιρία να παρατηρήσουμε πώς τα εμπορικά κέντρα στις ΗΠΑ, έφεραν την ανατροπή στη διασκέδαση των εφήβων, από τη στιγμή που ένας χώρος κλειστός – και άρα ίσως πιο ασφαλής για άτομα εκείνης της ηλικίας – μπορούσε να συνδυάζει ποικίλες δραστηριότητες, από shopping και φαγητό, μέχρι το αγαπημένο παγωτατζίδικο της Αμερικής “Scoops Ahoy” και μάχες με εξωγήινους.
Στην Ελλάδα δυστυχώς, ακόμη κι αν κάποτε αυτά τα αρχιτεκτονήματα έμοιαζαν από άλλο πλανήτη με τη φουτουριστική τους όψη να επιβάλει εικόνες από το μέλλον στο αστικό τοπίο, σύντομα παρήκμασαν. Σήμερα, με μία πρόχειρη ματιά, σε πολλά από αυτά μπορεί κανείς να εντοπίσει την εγκατάλειψη. Στο ισόγειό τους υπάρχουν ως επί το πλείστον κλειστά καταστήματα, ενώ όσα λειτουργούν ακόμη εμπίπτουν στην κατηγορία των “συνοικιακών μαγαζιών” και είναι ανοιχτά τόσο αλλοπρόσαλλες ώρες, που απορεί κανείς πώς επιβιώνουν. Στους ορόφους, τα γιούκα και τα μπέντζαμιν, που περίμεναν δεκαετίες κάτω από το ραμποτέ ταβάνι – καθρέφτη των γοητευτικών αυτών κτιρίων να ξαναγίνουν η απόλυτη τάση παρέα με άλλα φυτά εσωτερικού χώρου, παίζουν το ρόλο της ευχάριστης θέας των γραφείων που στεγάζονται στα εμπορικά κέντρα, ενώ οι γυάλινοι ανελκυστήρες στέκουν ακίνητοι, ασυντήριτοι σαν χρονοκάψουλες που κρύβουν μέσα τους τη σύλληψη της δημιουργίας των εμπορικών μαζί με μυστικά που δεν είχαμε φανταστεί, ή σαν καμπίνα διαστημικού λεωφορείου που απλώς περιμένει κάποιος να επιβιβαστεί για να τον μεταφέρει πίσω στο σύμπαν της δεκαετίας του ‘80.

Ανενεργός γυάλινος ανελκυστήρας στο Holargos Center. Από κάτω του μια “ζούγκλα” φοινικοειδών, Φωτογραφία: Φιλίππα Δημητριάδη
Από τις ελάχιστες απεικονίσεις τους στην εγχώρια ποπ κουλτούρα, ήταν μέχρι και σήμερα το βίντεο κλιπ της Λένας Παπαδοπούλου, για το κομμάτι “Θέλω Τρέλα”, γυρισμένο αποκλειστικά μέσα στο ένα από τα πέντε τέτοιου τύπου εμπορικά κέντρα (και μάλιστα το μεγαλύτερο) που διαθέτει ο Χολαργός, το Holargos Center και η στιγμή που Βίκυ Σταυροπούλου και Σοφία Μουτίδου “συναντιούνται” στο 15ο επεισόδιο του “Είσαι Το Ταίρι Μου” στο καφέ ενός εμπορικού κέντρου. Και οι δύο αυτές αναφορές ανήκουν πίσω στα 90s’, αλλά μόλις σήμερα έκανε πρεμιέρα το βίντεο κλιπ για το νέο κομμάτι του Έλληνα ράπερ Saske “Παντού” που διαθέτει σκηνές σε ένα εμπορικό κέντρο (το οποίο βρίσκεται πιθανότατα στο Αιγάλεω) επιβεβαιώνοντας έτσι τη γοητεία που ασκούν αυτοί οι χώροι στη γενιά των φίλτρων 35mm ή Polaroid του Instagram. Τα εμπορικά κέντρα των 80s’ είναι πολύ πιθανό να βιώνουν τις μικρές εκλάμψεις μας δεύτερης ζωής ως ο εικαστικός καμβάς διάφορων δημιουργικών ανθρώπων, ή απλώς εκείνων που αναζητούν το επόμενο εντυπωσιακό κλικ για τον λογαριασμό τους στο Instagram.
Το 2010, ο αρχιτέκτονας Φάνης Καφαντάρης αποφάσισε να εκπονήσει μία έρευνα για τα εμπορικά κέντρα αυτής της δεκαετίας χαρτογραφώντας το συγκεκριμένο κτιριακό μοντέλο, τη σύντομη πορεία, αλλά και την παρακμή του. Η αδρανοποιημένη τους κατάσταση, η θαμπή όψη αυτού που κάποτε γυάλιζε τράβηξε, όπως λέει, το ενδιαφέρον του με έντονο τρόπο. Στα περισσότερο από δέκα χρόνια πριν που καταπιάστηκε ερευνητικά με αυτά, ήμασταν πολύ κοντά στην κατασκευή των πρώτων Malls, κάτι που ενίσχυσε το ενδιαφέρον του για τα εμπορικά κέντρα του ‘80. Το δεύτερο αυτό κύμα τροφοδότησε την ματιά του ως αντιπαράδειγμα. “Ήταν η εφαρμογή του ίδιου κτιριακού μοντέλου εκ νέου και επιτυχημένη αυτή τη φορά, στην ίδια πόλη που όμως ήταν φανερά ή με τρόπο αφανή, αλλιώς. Θεωρώ πως για τα πάντα υπάρχει ένα πριν και ένα μετά που είναι σε όλες τις περιπτώσεις ενδιαφέρον αν όχι και κρίσιμο“, αναφέρει. Σε εκείνον λοιπόν θέσαμε τα ερωτήματα για αυτά τα κτίρια – φαντάσματα για πολλούς, καλτ αρχιτεκτονικά διαμάντια για εκείνους που τα βλέπουν ακόμη με συμπάθεια, έτσι ώστε να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε πού αποδίδεται η εμφάνισή τους, τα αισθητικά χαρακτηριστικά που τα καθόρισαν, αλλά και ποιοι παράγοντες συντέλεσαν στην πτώση τους.

Ο αρχιτέκτονας Φάνης Καφαντάρης
Σύμφωνα με τον Φάνη, τα εμπορικά κέντρα εμφανίζονται στην ευρύτερη Αθήνα στα τέλη της δεκαετίας του ’70, όμως πλειοψηφικά κατασκευάζονται την πρώτη πενταετία του ’80. “Ανεγείρονται συστηματικά στα προάστια της πρωτεύουσας, στη Γλυφάδα, στην Κηφισιά, στο Χαλάνδρι, στο Μαρούσι, στην Ηλιούπολη, στο Χολαργό, στη Νέα Ιωνία στο Αιγάλεω και στο Περιστέρι και αλλού, αλλά και κάποια στα κέντρα της Αθήνας και του Πειραιά που δεν μένουν αμέτοχα στη ροή των εξελίξεων (εντός παρένθεσης να πω ότι κάποια πολύ λίγα παραδείγματα εντοπίζονται και στη Θεσσαλονίκη αλλά και σε κάποιες άλλες πόλεις στην περιφέρεια). Η οικιστική ανάπτυξη των προαστίων που συμβαίνει την περίοδο αυτή με νέα δόμηση και η αύξηση του πληθυσμού τους είναι μία βασική παράμετρος που συμβάλει στην εμπορική ανάπτυξη εκεί. Διαμορφωμένες και πλήρεις αγορές προϊόντων ως τότε δεν υπάρχουν στα προάστια και καθώς η δημογραφική άνοδος αποτυπώνεται και σε αγοραστική ζήτηση τελικά, το σχήμα αυτό φαίνεται πως βρίσκει διέξοδο στον κτιριακό τύπο του “εμπορικού κέντρου” – ή περίπου – Shopping Land, Galleria, Ionia 2000, Atrium, Holargos Center, Plaza, Colloseum, Τιτάνιο, Πρεμιέρα κ.α.. Το κέντρο της πόλης απαξιώνεται ως περιοχή κατοικίας, oι παλαιότεροι κάτοικοί του στρέφονται στα προάστια και εκεί πλέον αναδύεται μία νέα δυναμική”.
Το φουτουριστικό χαρακτήρα των εμπορικών κέντρων, ο Φάνης την αποδίδει στην “ιδιόμορφη ‘γυαλάδα” που χαρακτηρίζει τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 “ως υπόσχεση ευμάρειας”. “Είναι ωστόσο σαφές από τις πρώτες ήδη επισκέψεις σε μερικά από αυτά πως η κυρίαρχη εντύπωση διαμορφώνεται από το εσωτερικό αίθριο, το στέγαστρο με τα τυπικά μεταλλικά δικτυώματα, τους εμφανείς γυάλινους ανελκυστήρες, τα κρύσταλλα -γενικότερα – και τους καθρέπτες. Θα μπορούσε αυτά τα στοιχεία να είναι μέρος μιας συνταγής επιτυχίας, καθώς εντοπίζουμε πως επαναλαμβάνονται συστηματικά στα περισσότερα από τα εμπορικά κέντρα, όμως τελικά φάνηκε πως η λάμψη δεν ήταν αρκετή”, αναφέρει ο αρχιτέκτονας.

Το χαρακτηριστικό στέγαστρο με μεταλλικό δικτύωμα του εμπορικού κέντρου TopShop στο Χαλάνδρι, Φωτογραφία: Φιλίππα Δημητριάδη
Πράγματι, η ύπαρξη αιθρίου και διακοσμητικών στοιχείων όπως το πράσινο και το τρεχούμενο νερό είναι βασικά δομικά στοιχεία τα οποία απαντάμε σχεδόν σε όλα τα εμπορικά κέντρα των προαστίων. Το αίθριο, όπως λέει ο Φάνης Καφαντάρης, είναι η υπόσχεση πως το “μέσα” μπορεί να γίνει “έξω” – η συνέχεια του. “Το στεγασμένο αίθριο στα εμπορικά κέντρα θέλει να είναι η προέκταση του δρόμου, σαν μία εσωτερική πλατεία για τον επισκέπτη εξυπηρετώντας το φυσικό φωτισμό στο χώρο και στα καταστήματα σε όλους τους ορόφους. Η γενικότερη θετική διάθεση και η δημιουργία μικροκλίματος φιλικού στον επισκέπτη είναι καθοριστικά στοιχεία στη σύνθεση ενός εμπορικού κέντρου. Φυτά, σιντριβάνια, παγκάκια ακόμη και φωτιστικά δρόμου και δάπεδα εξωτερικού χώρου επιτελούν τον ίδιο σκοπό. Η είσοδος στο εμπορικό κέντρο θα πρέπει να μοιάζει ως συνέχεια της βόλτας στην πόλη ή και προορισμό. Πρώτα όμως πρέπει να βεβαιωθούμε πως η βόλτα προς και μέσα σε αυτά μπορεί να είναι ελκυστική και εδώ παίχτηκε σε πολλά επίπεδα η γενικευμένη αποτυχία αυτών των εμπορικών κέντρων. Το μικρό μέγεθός τους για παράδειγμα στην Ελλάδα αυτή την περίοδο δεν ήταν ευνοϊκό για τη λειτουργία του χώρου του στεγασμένου αιθρίου ως κοινωνικό πεδίο συνάντησης, έστω με τους όρους του”.

Συντριβάνι, φυτά και παγκάκια προσπαθούν να φέρουν το “έξω”, “μέσα” στο Holargos Center, Φωτογραφία: Φιλίππα Δημητριάδη
Είναι φυσικό οι περισσότεροι από εμάς να υποθέτουν πως το τέλος της σύντομης πορείας των εμπορικών κέντρων των προαστίων ξεκίνησε με την έλευση των μεγάλων malls και κορυφώθηκε με την οικονομική κρίση. Ωστόσο η έρευνα του αρχιτέκτονα Φάνη Καφαντάρη, έδειξε πως τα εμπορικά κέντρα υπήρξαν αρχιτεκτονικοί διάττοντες αστέρες για διαφορετικούς λόγους και η παρακμή τους εντοπίζεται ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ‘80. “Καθώς αναπτυσσόταν η έρευνά μου, κάποια δεδομένα σύντομα άρχισαν να επαναλαμβάνονται. Τα εμπορικά κέντρα δεν προχωρούσαν σε διάρκεια στο χρόνο ιδιαίτερα. Δεν έφτασαν ως εμπορικά ούτε στη δεκαετία του ’90. Τα περισσότερα εμφανίζονται με διάρκεια ζωής μόλις δύο χρόνια από την κατασκευή τους. Τον αρχικό ενθουσιασμό των ενοικιαστών ή και ιδιοκτητών των καταστημάτων γρήγορα ακολουθούσε η εμπορική απογοήτευση. Αρκετά καταστήματα δεν μισθώθηκαν ποτέ στους ορόφους ως εμπορικά και στην καλύτερη περίπτωση τα κτίρια αυτά κράτησαν μία εμπορική κίνηση στο ισόγειο τους και οι όροφοι τους μετατράπηκαν σε γραφεία και υπηρεσίες. Χρονικά δεν προκύπτει σύνδεση συνεπώς με την οικονομική κρίση της προηγούμενης σε εμάς δεκαετίας, αλλά ούτε και με τον ερχομό των Malls. Ας πούμε πως η κρίση ενίσχυσε γενικότερα την αδράνεια τους.
Αν κάτι φάνηκε από τα Malls, από το 2005 και έπειτα που εμφανίζονται στο λεκανοπέδιο, είναι ο τρόπος με τον οποίο ένα εμπορικό κέντρο μπορεί να σταθεί λειτουργικό επιχειρηματικά με καλύτερες πιθανότητες και αυτό είναι ένας αρκετά σύνθετος προγραμματισμός. Το μεγάλο μέγεθος, η εύκολη προσβασιμότητα της θέσης τους στον ιστό της πόλης σε επίπεδο λεκανοπεδίου, η προγραμματισμένη σύνθεση καταστημάτων εταιρειών με εδραιωμένη απήχηση στο καταναλωτικό κοινό μοιάζει να κατέχουν κομβική θέση για μία επιτυχημένη πορεία. Τα στοιχεία αυτά είναι γνωστά από τη διεθνή εμπειρία ήδη από τα πρώτα παραδείγματα των ΗΠΑ και της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης πολύ πιο πίσω χρονικά και άρα και τη δεκαετία του ‘80. Εδώ θα πω απλά πως χρονικά για την Ελλάδα, για την Αθήνα, η ενθουσιώδης εισαγωγή αυτού του κτιριακού μοντέλου το ’80 εντάσσεται στη γοητεία του εξωτικού, του ξενόφερτου, η εφαρμογή του οποίου όμως στάθηκε – ως προς το σκοπό της- άστοχη και άκαιρη. Αυτό επιβεβαιώνεται και στα 2-3 παραδείγματα μεγάλων εμπορικών κέντρων που κατασκευάζονται αυτή την περίοδο (Αίθριο, Cosmos, Plaza, Florida Mall) παρακολουθώντας περισσότερο το πρωτότυπο μοντέλο τα οποία και αυτά δεν ευδοκίμησαν. Γενικά η συγκυρία τη δεκαετία του ’80 δεν είναι ευνοϊκή ούτε σε επίπεδο πόλης, ούτε σε επίπεδο οργάνωσης του εμπορίου”.

Ο καθρέφτης στις κυλιόμενες σκάλες συναντάται σχεδόν σε κάθε εμπορικό εκείνης της εποχής, εδώ στο “Venus” στην Αγία Παρασκευή, Φωτογραφία: Φιλίππα Δημητριάδη
Aρχιτεκτονήματα – φαντάσματα μιας άλλης εποχής μέσα στην πόλη λοιπόν, ή καλτ αρχιτεκτονικά διαμάντια; “Νομίζω θα σταθώ στην περιγραφή τους ως φαντάσματα συνολικά”, λέει ο Φάνης, “Αν και με βεβαιότητα μπορώ να πω ότι άφησαν, τα πιο προσεγμένα από αυτά, το στίγμα τους αρχιτεκτονικά στην Αθήνα και σίγουρα έχουν μία θέση στις καταγραφές της αρχιτεκτονικής έκφρασης εκείνης της περιόδου στον τόπο μας”, καταλήγει ο αρχιτέκτονας.