Θυμάσαι την τελευταία φορά που απλώς έκατσες να ακούσεις μουσική; Χωρίς να δουλεύεις παράλληλα, χωρίς να μιλάς με κάποιον και απλά να παίζει κάτι στο background, χωρίς να τσατάρεις στο Messenger. Απλά να κάτσεις κάπου αναπαυτικά και να “μπεις” πραγματικά μέσα στη μουσική. Όταν ήμουν έφηβη περνούσα πολλές ώρες κλεισμένη στο δωμάτιό μου ακούγοντας ολόκληρα άλμπουμ. Μάθαινα τους στίχους απ’ έξω διαβάζοντας τα booklets ξανά και ξανά (αχά, δεν είχα ίντερνετ στο σπίτι μέχρι που πήγα 18 για να τους γκουγκλάρω), τραγουδούσα πιτσάροντας στις ψηλές (well, ακόμα το κάνω αυτό), φαντασιωνόμουν καταστάσεις που δεν είχαν πολλές πιθανότητες να γίνουν πραγματικότητα και αργότερα, έκαιγα τα δικά μου cd φτιάχνοντας τα πρώτα μου mixtapes (δεν ξέρω αν έγινε αρκετά σαφές ότι είμαι 30). Ήταν μία ιεροτελεστία όλη αυτή η διαδικασία, ο χρόνος που είχα αποκλειστικά και μόνο για μένα, η πιο γλυκιά απραξία – που δεν ήταν και τόσο απραξία δηλαδή, γιατί η μουσική “δούλευε” μέσα μου. Της οφείλω ένα μεγάλο ποσοστό από αυτό που είμαι σήμερα. 

Με αφορμή το lockdown  – και το νούμερο ένα και το πρόσφατο sequel του – αναρωτήθηκα πόσος καιρός πάει από τότε που έχω να κάνω κάτι τέτοιο. Αφιερώνω χρόνο στη μουσική, πριν την πανδημία του κορωνοϊου μάλιστα, όταν έφερα και την ιδιότητα της Dj, περνούσα άπειρες ώρες να σκαλίζω από δω κι από κει για νέα μουσική, όμως έτσι, όπως όταν ήμουν έφηβη, που ξάπλωνα στο πάτωμα και χανόμουν κυριολεκτικά μέσα στα αγαπημένα μου άλμπουμ έχω να το κάνω πολλά χρόνια. Οι νεκρές ώρες που περνάμε μπροστά από το Netflix, ενώ η κοιλιά μας αναζητά κάτι να μπει μέσα της, περισσότερο για να νιώσει ασφάλεια, παρά για να χορτάσει, θα μπορούσαν να αντικατασταθούν από την επισταμένη ακρόαση μερικών άλμπουμ που αξίζουν τον κόπο να κλείσεις τα δεδομένα, να σβήσεις τα φώτα, να τραγουδήσεις δυνατά κι ας μην πιάνεις τις νότες (κανείς δεν νοιάζεται). Θα πρότεινα τα παρακάτω, αλλά δεν έχει και πολύ σημασία. Όποια μουσική αγαπάς, ό,τι έχεις σώσει στα “Αγαπημένα” σου σε διάφορες πλατφόρμες δεξιά κι αριστερά στο διαδίκτυο, θα κάνει τη δουλειά. 

Jefferson Airplane – Surrealistic Pillow (1967)

To “Surrealistic Pillow” είναι ο πρώτος δίσκος των Jefferson Airplane με την Grace Slik, η οποία άφησε την προηγούμενη μπάντα της, The Great Society, και έδωσε με τη φωνή της τη σπίθα που πυροδότησε την ψυχεδελική φωτιά των late ‘60s. Οι περισσότεροι γνωρίζετε σίγουρα από αυτό το άλμπουμ – χωρίς να ξέρετε πραγματικά ότι ανήκουν στο track listing του – δύο κομμάτια, το “Somebody To Love” και το “White Rabbit”, όμως το “Surrealistic Pillow” είναι κάτι πολύ περισσότερο από αυτό – ναι, από αυτά τα δύο κορυφαία κομμάτια, καμία ύβρις εδώ -. “Today”, “3/5 of a Mile in 10 Seconds”, “D.C.B.A.-25” αποτελούν, μεταξύ άλλων, μεγάλες στιγμές ενός άλμπουμ που υφαίνει σταδιακά τον ψυχεδελικό ιστό, ενώ ταυτόχρονα κρατάει κάτι από τις folk αναφορές της μπάντας από προηγούμενα έτη,  με μία “Eίναι κιθάρα τελικά ή σιτάρ;” απορία να μην σε αφήνει ήσυχο σχεδόν σε όλη την διάρκειά του, το μπάσο οδηγό και μία μυστηριώδη (;) συμμετοχή. Αν είστε προσεκτικοί στα credits του δίσκου θα βρείτε κάτω από τον τίτλο “Music and Spiritual Adviser”, το όνομα του Jerry Garcia (Grateful Dead). Αν έχετε απορίες για το ποια μπορεί να ήταν η πνευματική καθοδήγηση που πρόσφερε ο Garcia, μπορείτε να δείτε αυτό. Αν πάλι δεν ξέρετε τους Grateful Dead, δεν είναι ποτέ αργά να ξεκινήσετε από εδώ

Aphrodite’s Child – 666 (The Apocalypse of John, 13/18)  (1972)

Δεν ξέρω αν μπορώ να κάνω λίστα και να αφήσω απ’ έξω το “666” των Aphrodite’s Child. Συγχωρέστε μου και πάλι το προσωπικό βίωμα, αλλά θυμάμαι, είχα πάρει συνέντευξη από τον Λουκά Σιδερά, τον ντράμερ των Aphrodite’s Child και ποστάροντάς την στο Facebook πρέπει να είχα γράψει κάτι σαν “ο πρώτος ελληνικός progressive rock δίσκος”, ενδεχομένως να είχα γράψει και ο καλύτερος, δεν θυμάμαι και κάποιος μου έκανε ένα οργισμένο σχόλιο, του στιλ “Μην τρελαθούμε κιόλας!”. Χωρίς να υποτιμώ το ντεμπούτο – γεμάτο ψυχεδελικά διαμαντάκια “End of the World” και το “It’s Five O’Clock”, το “666” ήταν ο προορισμός του Vangelis, του Ντέμη Ρούσσου, του Silver Κουλούρη και του Λουκά Σιδερά. Λες και συναντήθηκαν μονάχα για να γραφτεί αυτός ο δίσκος. Ένας δίσκος εκπληκτικά πολυεπίπεδος με τη συμβολή φοβερά ταλαντούχων μουσικών και με ηχηρές συμμετοχές, όπως αυτές των Γιάννη Τσαρούχη, Ειρήνης Παπά, μα πάνω από όλες, του Κώστα Φέρρη που υπογράφει όλους τους στίχους. Αν θέλετε gossip, η παραγωγή του “666” έχει πολύ. Αν πάλι θέλετε μουσική ευφυία, απλά πατήστε το play. 

New York Rock & Roll Ensemble – Reflections, composed by Manos Hadjidakis  (1970)

Ένα trivia που μου αρέσει πολύ να μοιράζομαι για το Reflections του Μάνου Χατζιδάκι, είναι ότι ιδρυτικό μέλος των New York Rock & Roll Ensemble ήταν ο Michael Kamen μια συγκλονιστική περίπτωση μουσικοσυνθέτη, είχε συνεργαστεί με άπαντες, από τους Pink Floyd μέχρι τους Rush και από τον David Bowie μέχρι τους Metallica. Με τους τελευταίους δούλεψε μαζί για το live album S&M διευθύνοντας τη Συμφωνική Ορχήστρα του Σαν Φρανσίσκο, σε ένα πάντρεμα που ιδανικότερο δύσκολα βρίσκει κανείς, κι ας έχει συναντήσει ν φορές η κλασική μουσική το metal. Οι συνθέσεις του Reflections προορίζονταν να γίνουν η μουσική μιας ταινίας, αλλά η συνεργασία του Χατζιδάκι με τον σκηνοθέτη δεν ευόδωσε. Οι New York Rock & Roll Ensemble έγραψαν τους στίχους και μαζί με τον Χατζιδάκι εγκλώβισαν σε ένα μείγμα ανατολής και δύσης όλη την ένταση της Νέας Υόρκης των late 60s’. Είναι ο δίσκος που μας έδωσε το “Κεμάλ” (και από το 1993, όταν και κυκλοφόρησε στα ελληνικά σε στίχους του Νίκου Γκάτσου, τον καληνυχτίζουμε εις το διηνεκές), το “Love Her”, το “Dedication” και το φρενιασμένο, ερωτικό, κλειστοφοβικό “Dance of The Dogs”. 

The Man Who Sold The World – David Bowie (1970)

Όλοι συμφωνούμε ότι ο Bowie ήταν ένα απόκοσμο πλάσμα. Ε, το “The Man Who Sold The World” είναι αυτό το περίεργο κέλυφος μέσα στο οποίο εκολάπτονταν οι πολλαπλές περσόνες του “Ανθρώπου που Έπεσε στη Γη”. Ναι, είχε προηγηθεί το “Space Oddity” όμως ο Bowie σε αυτό εδώ το άλμπουμ παίρνει την απόφαση ότι θα διαλέγει πάντα το δρόμο της ανατροπής. Η επιλογή των μουσικών που τον πλαισιώνουν, ειδικά στις κιθάρες (αλλά και ο Tony Visconti στην παραγωγή) έχουν αποδώσει στον δίσκο διάφορους τίτλους όπως “η αρχή του glam rock”, η “αρχή του hard rock”, “η αρχή του heavy metal“. Όλα αυτά ισχύουν και δεν ισχύουν (άλλωστε η αρχή του heavy metal βρίσκεται στους Black Sabbath). Το “The Man Who Sold The World” ήταν περισσότερο απ’ όλα η αρχή του David Bowie όπως τον ξέρουμε. Ένα άλμπουμ που περνά με χάρη από το progressive rock, στο folk, με στίχους σκοτεινούς που εξερευνούν θέματα όπως η ψυχική υγεία – κάτι που απασχολούσε τον Bowie καθώς στη οικογένειά του υπήρχε ιστορικό -, ή η θρησκεία και τουλάχιστον τρία διαφορετικά εξώφυλλα, επειδή εκείνος αποφάσισε να φωτογραφηθεί εμπνευσμένος από τους Προραφαηλίτες. Και τέλος πάντων (πολύ ψύχραιμα) πώς μπορεί να μην είναι αριστούργημα κάτι που ξεκινάει με ένα κομμάτι όπως το “The Width of a Circle”;

@oneofusgr

If you're here, you're one of us!