Αν είσαι γεννημένος από το 1981 έως το 1996, ανήκεις στους millennials. Αυτό μπορεί να μεταφραστεί στις ταινίες και τα cartoons, που έβλεπες ως παιδί, στα παιχνίδια που είχες -ή που ονειρευόσουν να έχεις- και στην σχέση σου με το διαδίκτυο. Μπορεί να μεταφραστεί και στο ότι σίγουρα κάποιος εκπρόσωπος των προηγούμενων γενιών σού έχει μιλήσει για το πόσο χάλια κάνει τα πάντα η γενιά μας.
Από αυτά τα “πάντα”, οι σχέσεις είναι το αγαπημένο θέμα της γενιάς X (γεννημένοι το 1965 με το 1980) και των boomers (γεννημένοι 1946 με 1964). Συγκεκριμένα, αρέσκονται να μάς υπενθυμίζουν τα θέματα δέσμευσης που έχει η δική μας γενιά. Όχι μόνο έχουμε μία τεράστια άρνηση στο να μπούμε σε σταθερές σχέσεις και να παντρευτούμε, αλλά χωρίζουμε και πανεύκολα. Στη γενιά μας, το 50% των γάμων καταλήγει σε διαζύγιο. Ή μήπως όχι;
Στην πραγματικότητα, αυτό το 50% αποτελεί έναν μύθο, δημιουργημένο από τις προηγούμενες γενιές, που δεν επιβεβαιώνεται από καμία έρευνα. Αντιθέτως, έρευνα του Philip Cohen του Πανεπιστημίου του Maryland διαπίστωσε ότι οι millennials κατάφεραν να ρίξουν τα ποσοστά διαζυγίων κατά 25%. Υπολογίζει, μάλιστα, ότι δεκαετία με τη δεκαετία θα πέφτουν ακόμα περισσότερο.
Αν είσαι έτοιμος να αμφισβητήσεις το αποτέλεσμα, έχουμε απάντηση και για τις δύο πιθανές υποθέσεις σου. Δεν πρόκειται για μία έρευνα που ανέλυσε μόνο τον τελευταίο -περίεργο- χρόνο, αλλά βασίστηκε σε δεδομένα από το 2008 έως το 2017. Παράλληλα, το αποτέλεσμα δεν έχει προκύψει ως επόμενο των λιγότερων γάμων αυτής της γενιάς, αφού μιλάμε για ποσοστό διαζυγίων αναλογικά με τους γάμους και όχι μόνο για καταγραφή του αριθμού των διαζυγίων.
Ο φόβος για το διαζύγιο
Πού οφείλεται αυτό το κατόρθωμα των millennials; Κατ’ αρχάς, στον ίδιο τον φόβο τους για το διαζύγιο. Όχι, όμως, για έναν φόβο εντός του γάμου, που έχει οδηγήσει ζευγάρια είτε στο να μείνουν σε έναν κακό γάμο, είτε στο να χωρίσουν μετά από αρκετά χρόνια με πολύ άσχημο τρόπο. Οι millennials φοβούνται το διαζύγιο προκαταβολικά. Φοβούνται την πιθανότητα να μπουν σε έναν γάμο, που οι πιθανότητες δεν είναι υπέρ του. Αυτός είναι και ο λόγος που παντρεύονται πιο δύσκολα. Όχι το γεγονός ότι φοβούνται την μακροχρόνια δέσμευση, αλλά το ότι θέλουν να είναι σίγουροι ότι θα την έχουν.
Για να μην μπερδευτούμε. Οι millennials και δεν φοβούνται το διαζύγιο την ίδια χρονική στιγμή με τις προηγούμενες γενιές και δεν το φοβούνται για τους ίδιους λόγους. Δεν υπάρχει μέσα τους το άγχος της κοινωνικής κατακραυγής. Και δεν υπάρχει η σκέψη του “πώς θα επιβιώσω μια γυναίκα μόνη μου με δυο παιδιά” ή του “ποιον θα έχω να μου πλένει και να μου μαγειρεύει”.
Οι λόγοι που φοβούνται το διαζύγιο είναι βασικά δύο. Από τη μία, ένα μεγάλο ποσοστό είναι παιδιά χωρισμένων γονιών. Ξέρουν, λοιπόν, από πρώτο χέρι πως επιδρά ένα διαζύγιο στη ζωή και στην ψυχολογία τόσο του πρώην ζευγαριού, όσο και των παιδιών. Βάσει αυτού του βιώματος, οι περισσότεροι έδωσαν μία υπόσχεση κάποτε στον εαυτό τους. Ότι δεν θα μπουν ποτέ σε έναν γάμο με έναν άνθρωπο που οι πιθανότητες είναι ότι δεν θα αντέξουν μαζί, απλά και μόνο για να παντρευτούν. Δεν θα κάνουν το “λάθος” των γονιών τους, για να προφυλαχθούν και οι ίδιοι και τα πιθανά παιδιά τους.
Παράλληλα, τα διαζύγια κοστίζουν και οι millennials δεν είναι αρκετά καλοπληρωμένοι για να ανταπεξέλθουν εύκολα σε αυτά. Και μόνο η ιδέα ότι θα πρέπει να πληρώσουν ένα υπέρογκο ποσό για να χωρίσουν, τους τρομάζει. Χαρακτηριστικά να πούμε ότι στην Ελλάδα το κόστος ενός διαζυγίου μπορεί να ξεπεράσει τα 1.500€, ενώ στις ΗΠΑ το κόστος αγγίζει περίπου τα 15.000$.
Ο γάμος δεν είναι η αρχή, αλλά το φινάλε
Όσο πιο πίσω πάμε στον χρόνο, τόσο πιο ταμπού και κατακριτέο θεωρούταν όχι μόνο να κάνεις σεξ πριν τον γάμο, αλλά και το να βγαίνεις ραντεβού με πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους. Γνώριζες κάποιον που σε ένα πρώτο επίπεδο φαινόταν συμπαθητικός, βγαίνατε ελάχιστες για τα σημερινά δεδομένα φορές, οι οικογένειες γνωριζόντουσαν και τελικά ο αρραβώνας και ο γάμος ερχόντουσαν. Όλα αυτά σε ένα αρκετά μικρό χρονικό διάστημα και με πολλά βήματα να διαγράφονται στις περιπτώσεις των προξενιών. Το ζευγάρι δεν γνωριζόταν πραγματικά μέχρι μετά τον γάμο. Στην ουσία, ανακάλυπτε αν πράγματι ταίριαζε -σεξουαλικά και ως προσωπικότητες- και μπορούσε να συμβιώσει ομαλά, όταν πλέον ήταν ήδη παντρεμένο. Και στην πραγματικότητα, δεν υπήρχε καν κάποιο μέτρο σύγκρισης.
Σήμερα η πορεία προς τον γάμο είναι αρκετά διαφορετική. Στις περισσότερες περιπτώσεις, έχουμε βγει με αρκετούς ανθρώπους, ώστε να ανακαλύψουμε τι περίπου ψάχνουμε και τελικά να το αναγνωρίσουμε όταν το βρούμε. Κι ακόμα κι αν κάποιος μάς φαίνεται ότι μάς κάνει, δεν θα πάμε να τον παντρευτούμε μέσα σε μερικούς μήνες. Πρώτα, θα περάσουμε πολύ χρόνο μαζί του, θα ανακαλύψουμε τις καλές και τις κακές πλευρές του χαρακτήρα του και θα δούμε πόσο ταιριάζουμε σεξουαλικά. Πιθανώς, να συγκατοικήσουμε κιόλας πριν αποφασίσουμε να βρεθούμε μαζί σε κάποια εκκλησία ή δημαρχείο.
Με άλλα λόγια, όταν τελικά παντρευόμαστε, δεν το κάνουμε με κάποιον που μάς έτυχε, αλλά με κάποιον που έχουμε επιλέξει. Δίνουμε τον απαραίτητο χρόνο να σιγουρευτούμε για το είδος του ανθρώπου που έχουμε απέναντί μας. Έχουμε και το μέτρο σύγκρισης ώστε να κατανοήσουμε ότι πράγματι αυτός είναι το πιο ταιριαστό μας. Με αυτό τον άνθρωπο είναι αρκετά πιο δύσκολο να καταλήξουμε στο διαζύγιο.
Έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι γι’ αυτό το “μέτρο σύγκρισης” οι προηγούμενες γενιές μάς κατηγορούν ως ασταθείς και επιπόλαιους.
Άλλα πράγματα γίνονται πρώτα
Δεν είναι ότι όλοι μας δεν θέλουμε να παντρευτούμε. Είναι που άλλα πράγματα πρέπει να γίνουν πρώτα. Οι millennials νιώθουν την υποχρέωση πριν δεσμευτούν με έναν άνθρωπο -ειδικά και νομικά- να μην έχουν πάνω τους χρέη, υπερβολικά χαμηλόμισθες δουλειές και θέματα με τον εαυτό τους. Θέλουν αυτά να έχουν λυθεί όσο περισσότερο γίνεται όταν θα παντρευτούν, έτσι ώστε να μην τα φορτώσουν στον άλλον άνθρωπο.
Ίσως, βέβαια, στα αυτιά κάποιων (ναι, για εσάς λέω boomers) τα παραπάνω να ακούγονται σαν δικαιολογίες. Αν υπάρχει αγάπη και θέληση ένας γάμος θα κρατήσει, παρά την όποια δυσκολία, έτσι; Μπορεί, αλλά αρκετά πιο δύσκολα και πιθανώς τοξικά. Η έρευνα του Cohen συγκεκριμένα μάς λέει ότι οι τρεις βασικές προϋποθέσεις για έναν πετυχημένο γάμο είναι να παντρευτούμε μετά τα 25 -σταδιακά τότε αρχίζουμε να τα βρίσκουμε με τους εαυτούς μας-, όταν θα έχουμε ολοκληρώσει τις σπουδές μας και όταν θα έχουμε χτίσει μια καριέρα με καλές βάσεις. Γιατί; Διότι η ύπαρξη αυτών των τριών σημαίνει λιγότερες αφορμές για καβγάδες και τελικά λιγότερες πιθανότητες χωρισμού.
Δεν έχουμε ανάγκη τον γάμο
Ως γενιά, αν αποφασίσουμε να παντρευτούμε, δεν το κάνουμε επειδή “πρέπει” ή για την οικογένειά μας ή για την κοινωνία. Το κάνουμε επειδή το θέλουμε. Επειδή θέλουμε έναν συγκεκριμένο άνθρωπο στη ζωή μας μόνιμα. Έχουμε ανάγκη αυτόν και όχι τον γάμο.
Με άλλα λόγια, δεν παντρευόμαστε μία “καλή περίπτωση”. Παντρευόμαστε κάποιον, για τον οποίο έχουμε πραγματικά βαθιά συναισθήματα και που -το σημαντικότερο- τον συμπαθούμε και περνάμε καλά μαζί του. Όταν βρίσκεσαι σε μία τέτοια σχέση, ακόμα και τις δύσκολες μέρες θα έχεις ένα πολύ καλύτερο υπόβαθρο ώστε να το παλέψεις. Γιατί θα έχεις πράγματι κάτι, για το οποίο αξίζει να παλέψεις.
Κι όπως ο γάμος δεν έρχεται ως αναγκαιότητα, έτσι και η διάλυση του δεν αποτρέπεται με την ίδια λογική. Ο λόγος, που αυτή η γενιά θα αποφασίσει να μην πάρει διαζύγιο, δεν είναι η κοινωνική ντροπή που το συνοδεύει. Είναι η πραγματική θέληση να μείνουμε με έναν άνθρωπο. Κι αν τελικά το πράγμα δεν πάει όπως το υπολογίζαμε και το διαζύγιο έρθει, δεν έγινε και τίποτα. Η ζωή συνεχίζεται.