Γράφει η Αθηναΐς Νέγκα

 

Η “Τασούλα”, δουλεύει σε ένα καφέ δίπλα στο στούντιο που πηγαίνω κατά καιρούς, εδώ και είκοσι χρόνια για να εκφωνήσω σπικάζ (που είναι η καλύτερη δουλειά του κόσμου αλλά εγώ δυστυχώς την κάνω μέτρια , και ίσως για αυτό όταν  έχω να γράψω σπικάζ είμαι καλοδιάθετη) σαν να με έχει βρει σπάνια τύχη.  Παλιότερα, από “ευσυνειδησία” μάλιστα,  κάπνιζα το προηγούμενο βραδύ. Βαριά, φθηνά πουράκια κρυφά και πριν πάω στο σπικάζ, 2-3 ακόμη απανωτά μέσα στο αυτοκίνητο, ενώ δεν είμαι καπνίστρια. Ευτυχώς, αυτή τη συνήθεια που είχα λόγω ανασφάλειας για το βάθος της  φωνής μου την εγκατέλειψα. Μια μέρα εμφανίστηκα βραχνοκόκορας και ενώ με άφησαν να γράψω την εκφώνηση δεν την χρησιμοποίησαν και ούτε βεβαίως πληρώθηκα.

Ας επιστρέψω όμως στην Τασούλα, π ένα επίσης ανασφαλές άτομο που έβλεπα να με βρίζει από μέσα της διότι  είχα το θράσος να παραγγείλω “καπουτσίνο με φυτικό γάλα”. Το φυτικό γάλα κοστίζει και η διαδικασία ήταν ασύμφορη και κουραστική για την ίδια.Όταν το κατάλαβα, της  το έκανα μάλλον επίτηδες και υπήρχε μια περίοδος που την έβλεπα καθημερινά.

Έμπαινα στο μικρό μίζερο καφενείο της, έκανα πως δεν μπορούσα να αποφασίσω τι ήθελα και έπειτα παράγγελνα ξανά “καπουτσίνο με φυτικό γάλα”.

Όταν έπαιρνα τον καφέ μου για να φύγω την έβλεπα να με κοιτάζει με απέχθεια  και ίσως από τη δύναμη του θυμού της,  ο καφές μου χυνόταν ανεξήγητα σε ρούχα και χαρτιά. Με πιάστρα κομμωτηρίου πάνω σε λαδωμένα μαλλιά, η Τασούλα ήταν η τυπική περίπτωση καφετζούς που δεν θα συναντούσες ποτέ σε καφέ πολυεθνικής  αλυσίδας: μονίμως θυμωμένη.

Ήξερα πολύ λίγα πράγματα για εκείνη: πως έχουν ελιές στο χωρίο, πως δίνει λάδι στην κυρία που έχει το περίπτερο απέναντι, πως ένα καλοκαίρι είχε πάθει  δερματοπάθεια “από βρώμικη θάλασσα”, πως η μάνα της είναι κατάκοιτη και πως ο αδελφός της (ίδιος η Τασούλα σε άνδρα) δούλευε και σε ταβέρνα και είχε πάει φαντάρος. Υπήρχε και σχετική φωτογραφία που ήταν ντυμένος στο χακί και κράταγε όπλο, σε κορνίζα πίσω από το ταμείο.

Αν και δεν υπήρχε ανάλογο φωτογραφικό ντοκουμέντο, υπέθετα πως στη ζωή της Τασούλας υπήρχε σύζυγος ή  δεσμός  γιατί όταν εξιστορούσε κάτι σε εμένα ή σε άλλους πελάτες ή στην κυρία από  περίπτερο, γλύκαινε και χρησιμοποιούσε πάντα πληθυντικό.

“Πήγαμε σε ένα γάμο”.
“Λέμε να πάρουμε αυτοκίνητο”.

Μέχρι να φτιαχτεί ο καφές δεν προλάβαινα να πάρω το λόγο, να τη ρωτήσω περισσότερα.

Ένα πρωί που δεν με αγριοκοίταξε αν και ζήτησα φυτικό αφρόγαλα την είδα να με κοιτάζει σιωπηλή με μάτια πρησμένα.

Ρώτησα τι είχε και μου απάντησε σιγά, σαν να φοβόταν, μην την ακούσει κανείς: “Χώρισα…” μου απάντησε βουρκωμένη.

 

Καθίσαμε σε ένα από τα τρία τραπεζάκια του απαίσιου μικρού καφενείου της και μου διηγήθηκε:

Τον είχε γνωρίσει πριν τρία χρόνια όταν εκείνος έπιασε δουλειά σε ένα απέναντι κτήριο ως κλητήρας. “Τον είχες δει τον Γρηγόρη, ένα ωραίο ψηλό παιδί;” με ρώτησε και έκανα πως τον θυμόμουν.

Η Τασούλα, μου είπε πως τα πήγαιναν καλά, πως το μόνο πρόβλημα ήταν “η ηλικία”. Η Τασούλα ήταν σαράντα  (μάλλον απίθανο ) και εκείνος 30 και για πρώτη φορά μου ψιθύρισε, με συμπάθεια που δεν περίμενα πως είχε για μένα,  πως ήξερε πως  ήμουν παντρεμένη “με νεότερο”. Εγώ και η Τασούλα είχαμε τελικά ένα κοινό.
Εκπαιδευμένη στην σκληρότητα όσων την περιτριγύριζαν, ή επειδή έτσι την είχαν μάθει, η Τασούλα ήξερε ότι έπρεπε να κρύψει αυτή την τρομαχτική “αναπηρία” της. Ήταν “μεγάλη”. Πότε άραγε να γίνεσαι μεγάλη στον κόσμο της Τασούλας ;

Του είπε ψέματα για την ηλικία της από το πρώτο ραντεβού και  μετά συνέχεια. Στα γενέθλια της έσβηνε λιγότερα κεριά. Πιο ανόητο  πράγμα από τούρτες γενεθλίων με ψεύτικο αριθμό κεριών δεν πρέπει να υπάρχει. Να θες να βάλεις ένα παραπάνω για καλή τύχη και να φοβάσαι. Υπάρχει πάντα ή λύση του κεριού με ερωτηματικό που αυτομάτως σημαίνει πως είσαι άτομο με πρόβλημα στο συγκεκριμένο θέμα, αν και μπορεί να  καταφύγεις στην αξιοπρεπέστερη επιλογή του ενός κεριού που προτιμούν τα ξενοδοχεία και τα εστιατόρια γιατί θα ήταν απαράδεκτο να βάζουν κεριά βάσει εκτίμησης.

Ποιος άραγε να ήταν ο πρώτος άνθρωπος που σκέφτηκε να κρύψει την ηλικία του; Κάποιος μακρινός πρόγονος της Τασούλας μέσα σε σπήλαιο; Τι να έφταιξε για αυτή την απόφαση; Σίγουρα το έκανε γιατί ένιωσε στριμωγμένος  ή γιατί ήθελε να τον επιθυμούν εκείνοι που δεν θα τον επιθυμούσαν αν έλεγε αλήθεια. Δεν φταίει κάποιος όταν κρύβει χρόνια. Φταίνε οι άλλοι.

Όταν λες ψέματα για την ηλικία σου, φαντάζομαι  μπαίνεις σε μεγάλο και μόνιμο  άγχος. Επιβάλλεται  να προνοείς συνέχεια μη σε προδώσουν οι αναφορές, τα μαθηματικά σου πρέπει  να είσαι σε εγρήγορση, να είσαι ετοιμόλογη αν χρειαστεί.

“Το 86’; Πρέπει να πήγαινα νηπιαγωγείο”.

Καμιά φορά χρειάζονται και οι υπερβολές και να συγκρίνεις, να μη διστάσεις, μόνο έτσι θα λάμψει το ψέμα: Για παράδειγμα “Αυτή είναι μεγαλύτερη. Εγώ πήγαινα σχολείο και ήταν παντρεμένη”.

Η Τασούλα απλώς είχε το νου της .

Μέχρι και ταυτότητα είχε πλαστογραφήσει, μου είπε .Ίσως χρειάστηκε να σύρει τα ορθοπεδικά της τσόκαρα σε κακόφημες  γειτονιές, σε γιάφκες πλαστογράφων που θα της πήραν χρυσάφι για μια φωτοτυπία της κακιάς ώρας, επικυρωμένη με πλαστή σφραγίδα της Αστυνομίας και υπογραφή κολλυβογράμματα του “αξιωματικού υπηρεσίας”.

Η τεχνολογία έφερε την καταστροφή. Η Τασούλα αναγκάστηκε να βγάλει κανονική ταυτότητα όταν της είπε ένας αστυνομικός πως αυτή που είχε ήταν “άκυρη” και όφειλε να βγάλει μια με λατινικά στοιχεία  (θα έπεσε σε καλό άνθρωπο που δεν ήθελε να την συλλάβει φαίνεται).

Μια μέρα ο Γρηγόρης ανακάλυψε την πραγματική ταυτότητα, τη βρήκε στην τσάντα της και έκτοτε απομακρύνθηκε. Μετά από λίγο της είπε να χωρίσουν και μια μέρα την πήρε και η μάνα του τηλέφωνο.

“Να πας να βρεις κανένα πενηντάρη. Είσαι μεγάλη για τον γιο μου”, της είπε, σε ένα από τα πιο εξευτελιστικά τηλεφωνήματα από τότε που ο Αλεξάντερ Γραχαμ  Μπελ, επινόησε το τηλέφωνο. Γιατί μια μαμά να κάνει τέτοιο πράγμα; Ο Αλεξάντερ  Γραχαμ Μπελ, δεν θα ήθελε ποτέ η εφεύρεση του να χρησιμοποιηθεί έτσι.

Η αντίρρηση που θα είχε ο μεγάλος εφευρέτης με έκανε να θέλω να γελάσω, ίσως επειδή η διήγηση της Τασούλας με έκανε να νιώσω αμήχανα, απαίσια.

Πολλές μάνες γιών θα έκαναν φαντάζομαι το ίδιο (άλλες με περισσότερο τακτ), ενώ  υπάρχουν πάντα κι οι “πιο μοντέρνες” μαμάδες, αυτές  που δεν ανακατεύονται αλλά από νωρίς ταΐζουν τα παιδιά τους με τόσες προκαταλήψεις ώστε να τους φτάνουν για να είναι δυστυχισμένα για μια ζωή.

“Δέκα χρόνια είναι πολλά”, μου είπε και έβαλε τα κλάματα.

Προσπάθησα να βρω λόγια παρηγοριάς. Δεν ήξερα όμως που να ψάξω.

@oneofusgr

If you're here, you're one of us!