Η επέκταση των social media δημιούργησε ένα νέο τύπο σχολιασμού. Χρήστες χωρίς καμία επαφή με το αντικείμενο, έχουν τη δυνατότητα να αποθεώνουν ή να απορρίπτουν (κυρίως το δεύτερο) πρόσωπα ή καταστάσεις που δεν γνωρίζουν και δεν μπαίνουν καν στη διαδικασία να μελετήσουν πριν εκφράσουν δημοσίως την άποψή τους, η οποία συνήθως συνοδεύεται με το ίδιο άσχετες επιδοκιμασίες και αποδοκιμασίες.
Ο σεβαστός δημοσιογράφος Γιάννης Μαρίνος προέρχεται από άλλη σχολή. Αυτή των εφημερίδων, όπου στο χρυσό τους αιώνα οι λέξεις ζυγίζονταν και οι προτάσεις ήταν αποτέλεσμα γνώσης και σπουδής. Η παρουσία του σφράγισε τον “Οικονομικό Ταχυδρόμο” και τώρα δημοσιεύει τον ακμαίο λόγο του στο “Βήμα της Κυριακής”, αλλά πριν γίνουμε Wikipedia, να περάσουμε στο ψητό. Ο εμβληματικός δημοσιογράφος, σε τελευταίο άρθρο του για τον Πικάσο, υιοθέτησε την ελαφρότητα των εκ του προχείρου τεχνοκριτικών του facebook και σχολίασε τον κλαπέντα από την Εθνική Πινακοθήκη πίνακα, με το εξής σκεπτικό: “Τι θαυμάζεται στον πίνακα του Πικάσο; Το τερατούργημα αυτό, που οι δήθεν φιλότεχνοι θεωρούν αριστούργημα, είναι αξιοθαύμαστο μόνο για την οικονομική αξία που του αποδίδεται ως έργο του Πικάσο. Γιατί, αν υποτεθεί ότι απεικονίζει μία από τις πανέμορφες ερωμένες του ζωγράφου…” Σ’ αυτό το σημείο σταματάμε την πρόταση γιατί την συνοδεύει μια απίστευτη διαπίστωση που θα μας απασχολήσει τη συνέχεια. Προς το παρόν, μένουμε στην περί Πικάσο τοποθέτηση. Ο συγγραφέας δείχνει δέσμιος της ζωγραφικής που παίρνει τη θέση της φωτογραφίας και προφανώς δεν έχει ασχοληθεί ούτε μια σταλιά με τους ζωγράφους που επιδιώκουν να σπρώξουν το θεατή πέρα από τον μουσαμά-καθρέφτη. Ο Πικάσο θέλει να λιώσει τις φυσικές διαστάσεις, κομματιάζει τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά, χρησιμοποιεί αφύσικα χρώματα, οι φιγούρες του μπορεί να γίνουν τόσο εξοργιστικές που να προκαλέσουν ταραχή και όχι θαυμασμό. Ο παρατηρητής δεσμεύεται συναισθηματικά με το έργο, το ξαναβλέπει και ανακαλύπτει αισθήματα και σκέψεις που ξεπερνάνε την επιδοκιμασία για την πιστή αντιγραφή της πραγματικότητας.
Όταν επομένως κάποιος κριτικάρει τον Πικάσο, όπως το σεβαστός Γιάννης Μαρίνος, και τον αποδοκιμάζει διότι τα πρόσωπά του είναι τερατόμορφα, έχει μπει σε λάθος αίθουσα, η έκθεση με τα βάζα βρίσκεται σε άλλο κτίριο.
Φυσικά αυτός που κρίνει αυστηρά τα έργα του Πικάσο με ξένα στάνταρ, είτε αυτά προέρχονται από τον Da Vinci, είτε από τον “γέρο με το τσιμπούκι”, αυτομάτως κατατάσσεται ο ίδιος στην κατηγορία των “δήθεν φιλότεχνων”, και ο λόγος είναι απλούστατος. Δίνει παραγγελιές στον καλλιτέχνη από το περιορισμένο προσωπικό του ρεπερτόριο, θέλει απλώς να του κολλήσει χαρτούρα στο μέτωπο για να παίξει τις “βεργούλες” που ξέρει τα λόγια και, απαγγέλοντάς τα, να ρίχνει  τις στροφές του.
Η παράξενη για το συγγραφέα παρεξήγηση γίνεται πιο έντονη με την δημοσίευση της πληροφορίας ότι ο πίνακας απεικονίζει μία από “τις πανέμορφες ερωμένες του ζωγράφου”. Εδώ δεν έχουμε μόνο την αναπαραγωγή μιας εντελώς λανθασμένης γνώσης, ότι δηλαδή τα πορτρέτα του Πικάσο, σώνει και καλά, απεικονίζουν την τσαχπινιά των πανέμορφων συντρόφων του, αλλά και ένα συνδυασμό παλιομοδίτικου και υποτιμητικού λόγου. Η συνέχεια γίνεται ακόμα πιο δυσάρεστη: “Αν οι πανέμορφες ερωμένες του Πικάσο είναι τόσο κακοφτιαγμένες, τότε οι άνδρες που θα εκαλούντο να ερωτευτούν τέτοιες τερατόμορφες, μάλλον θα προτιμούσαν να προσχωρήσουν στην κοινότητα των ΛΟΑΤΚΙ, δηλώνοντας γκέι”.
Από πού να την πιάσεις την συγκεκριμένη πρόταση και να μην λεκιαστείς. Ο συγγραφέας, θέλοντας να γίνει χαριτωμένος, ίσως και πιο σύγχρονος, απλώς συμπορεύεται με την επιπολαιότητα του διαδικτύου. Για εκείνον η ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα αποτελεί ένα αποκούμπι όσων συναναστρέφονται τερατόμορφες γυναίκες και γκέι γίνονται όσοι απογοητεύονται από το συγκεκριμένο είδος.
Ευτυχώς που η αρχή του άρθρου είναι πολύ πιο επιτυχημένη. Έχει τίτλο “όταν κυριαρχεί ο παραλογισμός”.

@oneofusgr

If you're here, you're one of us!