Οι άκρες των δρόμων έχουν πρασινίσει. Μαργαρίτες και παπαρούνες ξεμυτούν ανάμεσα στα χωμάτινα φιδάκια του πλακόστρωτου. Οι γυναίκες της γειτονιάς ασπρίζουν τους τοίχους και δανείζουν η μία στην άλλη λουλάκι. Θόρυβος από κόκκινο νερό που κοχλάζει. Άνθη και κλαδάκια τυλίγονται με γάζα γύρω από τα αυγά. Τα αποτυπώματα τους γίνονται στολίδια. Ξύδι, χαλκομανίες. Ματσάκια από βιολέτες.
Βαρύς ήχος καμπάνας. Μωβ κορδέλες γύρω από τις μεγάλες λαμπάδες. Ο παπά-Γρηγόρης χτυπάει τα καρφιά και σπαράζει.Σήμερον κρεμάται επί ξύλου. Σιωπή. Ανατριχίλα. Το προστατευτικό χέρι των γονιών στον ώμο. Ένα ξύλινο τόσο δα κορμάκι τυλίγεται σε λευκό σεντόνι. Τα κεριά φωτίζουν τις πληγές του.
Σύννεφο από λιβάνι. Ο αέρας μεταφέρει τις ψαλμωδίες. «Φτάνουν», λέει σχεδόν ψιθυριστά ο πατέρας. Η μάνα μου μοιράζει πανεράκια που μοσχοβολάνε. Ο Επιτάφιος πετάει πάνω από το σκυφτά κεφάλια και σταματά μπροστά στην εξώπορτα. Κοριτσίστικες φωνές. Η Μυροφόρες κρατούν την σύνοψη και σκορπούν συνεσταλμένες υποσχέσεις. Οικοδόμοι με μεγάλα χέρια, άσπρα γάντια και σκούρο κοστούμι. Εξαπτέρυγα. Ο Σταυρός με το ακάνθινο στεφάνι.
Πρωινό χωρίς γάλα. Προετοιμασία βαρελότων. Μπλε χαρτί, σπάγγος και μπαρούτι. Κίτρινη σκόνη αντιμονίου κάτω από τις τεράστιες πέτρες. Τρίζουν τα παράθυρα του σχολείου.Μαύρες λαμαρίνες. Στο πλευρό του ο φούρναρης γράφει το όνομά μας με κιμωλία. Κουτσούνες. Η νονά με τα σοκολατένια αυγά που στο βάθος βάθος τους κουδουνίζουν στρογγυλές καραμέλες.
Χωρίστρα, φαναράκια και λαμπάδες. Η φωνή του παπά χάνεται στο βουητό. Η θλίψη γίνεται χαμόγελο και φιλιά. Η νύχτα λάμπει και φαίνεται επιτέλους το καινούργιο φόρεμα της μαμάς.
“Ζέστη”, λέει, για να δικαιολογηθεί που δεν φόρεσε ζακέτα.