Τα μαθητικά μου χρόνια από ενδυματολογικής απόψεως ήταν τραγωδία. Ο κόσμος γύρω ήταν χρωματιστός κι εμένα δεν μου επέτρεπαν να πάρω το βραβείο -κουμπαρά για την έκθεση «περί αποταμιεύσεως», γιατί στην σχετική εκδήλωση (που ήταν παρόντα και τα κορίτσια του «Θηλέων») η γραβάτα μου είχε πολύχρωμα λαχούρια κι «εμείς είμαστε σοβαρό σχολείο». Ταυτόχρονα απαγορεύονταν τα τζιν γιατί «τέτοια φοράνε οι τεντιμπόιδες» και κυρίως τα παντελόνια «καμπάνα», εναντίον των οποίων ο γυμνασιάρχης, με τη βοήθεια του γυμναστή, είχαν ξεκινήσει ιερό πόλεμο. Έλεγχαν καθημερινά το άνοιγμα στο μπατζάκι, απέβαλαν με συνοπτικές διαδικασίες τους απείθαρχους. Σε καθεστώς παρανομίας βλέπαμε τις βιτρίνες των νεανικών καταστημάτων και λιγώναμε, ενώ ανείπωτος ήταν ο θαυμασμός μας για το Νότη που εγκατέλειψε το «Αρρένων» για την πιο φιλελεύθερη «Εμπορική» και έκτοτε έκοβε κυριακάτικες βόλτες στην πλατεία με κάτι τεράστιες «καμπάνες», που μάλιστα διέθεταν κρυφή πιέτα, στην οποία είχε πείσει την μάνα του να ράψει ένα αληθινό καμπανάκι.
Απαγορευτικό είχε βγει επίσης και για τα υπέροχα σιθρού πουκάμισα που δεν εχθρευόταν μόνο το σχολείο αλλά και ο πατέρας μου, για τις επιβλητικά φαρδιές-περίπου μιας παλάμης- ζώνες, και για τα γουστόζικα δίχρωμα παπούτσια με τακούνι.
Κυρίως όμως ήταν ανεπίτρεπτα τα μακριά μαλλιά και φαβορίτες. Χούντα! Οι τρίχες που υπερέβαιναν τους τρεις πόντους θεωρούνταν αντεθνικές, συγκαλείτο το συμβούλιο των καθηγητών και τα καθέκαστα έφταναν μέχρι τον στρατιωτικό διοικητή που έπρεπε να γνωρίζει τα ονοματεπώνυμα των εν δυνάμει αντικαθεστωτικών.
Ήρθε όμως η στιγμή που έκανε ξαστεριά και τελείωσε το σχολείο. Ακολούθησε ένα καλοκαίρι ξέφρενου χιπισμού όπου φόρεσα ένα μπλουζάκι με μακριά μανίκια-καμπάνα, το στόλισα με ένα σταυρό φτιαγμένο από δερμάτινους κόμπους, το συνδύασα με ένα τζιν παντελόνι που στην αριστερή τσέπη του παραλίγο να σχηματίσω με χλωρίνη το σήμα της ειρήνης (μου πήρε η μάνα μου την χλωρίνη ενώ έλειπε μία ακτίνα), το οποίο δεν ήταν καμπάνα αλλά ολόκληρο κωδωνοστάσιο και, φυσικά, είχα μακριά μαλλιά και φαβορίτες που γυρνούσαν πίσω από το αυτί, όπως έκανε και ο Joe Cocker.
Με αυτή την αμφίεση εμφανίστηκα στο σχολείο για να πάρω το αποδεικτικό αποφοίτησης που χρειαζόταν για τις μετέπειτα σπουδές και ο γυμνασιάρχης σχεδόν έκλαιγε όταν με φώναξε στο γραφείο για να εκφράσει την απογοήτευσή του που έγινα κομμουνιστής ενώ ήμουν ο μόνος που ήξερα απ’ έξω τους στίχους της Οδύσσειας. Η αλήθεια είναι ότι κλονίστηκα και την επόμενη μέρα παραλίγο να βγάλω το τζιν παντελόνι, αλλά ο φίλος Γιάννης μου χάρισε μια γιγαντοαφίσα του Dylan για να μην αλλαξοπιστήσω. Στη φωτογραφία ο Bob φορούσε στρατιωτικό αμπέχονο, οπότε σκέφτηκα ότι πρέπει να μπει κι αυτό το αξεσουάρ στην γκαρνταρόμπα μου. Την επομένη, με κάτι τάλιρα που έβγαλε η γιαγιά μου από το κομπόδεμα της, πήγα στα παλιατζίδικα και αγόρασα ένα αμερικανικό αμπέχονο με λεκέδες που δεν έβγαιναν, γεγονός που με χαροποίησε γιατί αυτό αποδείκνυε ότι είχε βαφτεί με αίμα στο Βιετνάμ.
Γρήγορα ανακάλυψα ότι τα κορίτσια δεν ενδιαφέρονταν τόσο πολύ για τα μηνύματα που εξέπεμπε το στρατευμένο ντύσιμο μου και προσπάθησα να του προσθέσω μία πινελιά ανεμελιάς βάζοντας στο κεφάλι ένα κασκέτο εργάτη. Δυστυχώς το μόνο σχετικό που βρήκα στο κατάστημα νεωτερισμών ήταν μία παπουδίστικη τραγιάσκα η οποία υπέθετα ότι θα έκανε τη δουλειά, αλλά περιέργως άρχισα να χάνω φίλες και μαλλιά. Για να περιορίσω τις απώλειες πέταξα με πόνο ψυχής τη στολή του αντιπολεμικού στρατιώτη-πρεφαδόρου και ζήτησα από τους γονείς μου χρήματα για να ντυθώ σαν άνθρωπος στο Athenee.
Εκείνοι ανακουφίστηκαν και πάνω στην χαρά τους έκαναν το ολέθριο σφάλμα να με εμπιστευτούν και έτσι, με γεμάτες τις τσέπες, αποφάσισα να γίνω φιγουρίνι σαν αυτά που έβλεπα στις σελίδες μόδας του «Πάνθεον». Ξεκίνησα από το πουκάμισο. Ήταν μιας διακριτικής πορτοκαλί απόχρωσης, φυσικά σιθρού, εντελώς κολλητό, με στρογγυλεμένους στην άκρη τεράστιους γιακάδες που σχεδόν άγγιζαν τη ζώνη. Η απόσταση μεταξύ λαιμού και παντελονιού δεν ήταν σπουδαία, γιατί το παντελόνι ήταν σύμφωνα με τη μόδα ψηλόμεσο και επιπλέον στην κορυφή το διέσχιζε κάτι σαν κορσές, φαρδύς περίπου όσο μία σπιθαμή. Έδωσα ιδιαίτερη έμφαση στο είδος του υφάσματος. Χωρίς πολύ κόπο κατέληξα σε ένα υπέροχο κοτλέ με πολύ φαρδιά ρίγα που θύμιζε τα έπιπλα του σαλονιού της γιαγιάς και, προφανώς λόγω του ίδιου συνειρμού, επέλεξα ως χρώμα το βυσσινί, αποτίοντας έτσι φόρο τιμής στις βυσσινάδες της. Το σύστημα απαιτούσε την αγορά της πιο φαρδιάς ζώνης που έχει δημιουργήσει ο άνθρωπος και ευτυχώς την βρήκα από γνήσια δερματίνη. Στο σακάκι έδωσα μεγάλη προσοχή και μετά από τουλάχιστον 30 δευτερόλεπτα προβληματισμού κατέληξα σε ένα το οποίο σχεδόν ακουμπούσε τα γόνατα, είχε τεράστια πέτα που όταν φυσούσε μπορούσαν να σε πάρουν ψηλά στον αέρα και αντί για κουμπιά διέθετε ενάμιση μέτρο φερμουάρ που έκλεινε στο πλάι ενώ προηγουμένως φυλάκιζε στο εσωτερικό του το ένα πέτο. Πέρα από το σχεδιασμό, μου άρεσε γιατί ήταν καστόρινο σαν μια τσάντα της μαμάς και ως ιδανικό χρώμα επέλεξα το καφέ γιατί το γαλαζοπράσινο μου φάνηκε πολύ κιτς.
Η ομορφιά έπρεπε να συνδυαστεί με ένα ζευγάρι παπούτσια και με χαρά ανακάλυψα ότι κάτι ψηλοτάκουνα που γυαλίζανε ήταν ανδρικά, οπότε αγόρασα κι αυτά. Πλήρωσα καμαρωτός-καμαρωτός και γύρισα στο σπίτι. Το ύφος του πατέρα και της μάνας μου ήταν αντίστοιχο με αυτό του γυμνασιάρχη, αλλά πολύ πιο ανήσυχο. Ο πατέρας μου με ρώτησε γιατί δεν κάνω πια παρέα με την Λίτσα, η μάνα μου, ως πιο πρακτική, μου ζήτησε να φορέσω τα ρούχα και να κοιταχτώ στον καθρέφτη.
Την επόμενη επέστρεψα στο αμπέχονο και στο τζιν. Τα ψώνια του Athenee προσπάθησα να τα φορέσω όταν στις Απόκριες αποφάσισα να ντυθώ Τόνι Σφήνος, αλλά δεν μου έμπαιναν.