Οι Καθαρές Δευτέρες που θυμάμαι είχαν κοντά παντελόνια και πολύ αέρα. Η γειτονιά μας βρισκόταν σε προνομιακή περιοχή, πάντα φυσούσε, οι γονείς έλεγαν ότι ζούσαμε στο “σπίτι των ανέμων”, σε απόσταση αναπνοής βρισκόταν ένας λόφος που ο βοριάς δεν επέτρεπε ούτε στους θάμνους να σηκώσουν κεφάλι, ήμασταν σίγουροι ότι με το πρώτο “αμόλα καλούμπα” ο χαρταετός μας θα σηκωθεί ψηλά και μετά θα γίνει κουκίδα που χαρακώνει τα παιδικά χέρια. Ο όρος “χαρταετός” δεν ανήκε στο γλωσσάρι μας, τον διαβάζαμε στα Αναγνωστικά και κρυφογελούσαμε με την φλώρικη έκφραση. Για μας υπήρχαν μόνο τα “στεφανωτά” και οι “καπλάνες”. Τα πρώτα μπορούσες να τα φτιάξεις μόνος, χρειάζονταν γυαλιστερά χρωματιστά χαρτιά, ένα πηχάκι, μία εύκαμπτη φλοίδα από καλάμι, σπάγκο, αλευρόκολλα και μία αθλητική εφημερίδα. Η χρήση της ήταν διπλή. Κόβαμε το όνομα “Ολυμπιακός” από το πρωτοσέλιδο, το κολλούσαμε στο κέντρο της κατασκευής ως δήλωση ταυτότητας και οι υπόλοιπες σελίδες κόβονταν σε μικρά μακρόστενα κομμάτια που τα ενώναμε ώστε να αποτελέσουν την ουρά. Οι “καπλάνες” ήταν πιο δύσκολη υπόθεση. Το σχήμα τους ήταν εξάγωνο και το μυστικό της κατασκευής τους το κατείχε μόνο ο Λούκας, που ζούσε σαν αητός ψηλά στο βουνό και κατασκεύαζε περιορισμένο αριθμό αριθμό. “Όποιος πρόλαβε τον Κύριο οίδε”, έλεγε και είχα την βεβαιότητα ότι στο καμαράκι που υπήρχε στο βάθος, κρυβόταν ένας μυστηριώδης κύριος που έλεγχε το σχετικό εμπόριο.
Η αίσθηση του ταξιδιού στον αέρα που έπρεπε να τον ελέγχεις με τρομερά κόλπα βρίσκεται ακόμη στα χέρια μου, η χαρά ήταν μεγαλύτερη και από αυτήν που προσέφερε η πετονιά όταν έπιανε σπαρταριστό ψάρι. Τα στεφανωτά δεν τα λυπόσουν σαν τις σάλπες/σάρπες, τα θαύμαζες. Ήταν σαν κυρίες με μακριά πολύχρωμα σκουλαρίκια, έκαναν χορευτικά τσαλίμια, όλο και ανέβαιναν δοκιμάζοντας την αντοχή του σπάγκου, μερικές φορές απελευθερώνονταν και χάνονταν με προορισμό την Τήνο, που στο μυαλό μας έμοιαζε με στρατόπεδο συγκέντρωσης ατίθασων χαρτοκατασκευών.
Πριν από την βασική απασχόληση, υπήρχαν κι άλλες καθαροδευτεριάτικες ηδονές. Σε αυτές δεν συμπεριλαμβανόταν η λαγάνα, “εντάξει ένα ψωμί είναι”, ούτε η ταραμοσαλάτα, “είδες που το μίξερ την κάνει σαν αλοιφή”; Η χαρά απογειωνόταν όταν ερχόταν στο τραπέζι η σουσαμόπιτα που την λέγαμε χαλβαδόπιτα, αλλά καμία σχέση με αυτές που τις υπόλοιπες ημέρες πουλούσαν οι λουκουματζήδες στα βαπόρια. Δεν ξέρω πως την έφτιαχναν, αλλά ενώ ήταν σκληρή σαν πέτρα, στο στόμα έλιωνε, γινόταν μαστίχα και, σαν να μην έφτανε αυτό, ήταν διάσπαρτη με χρωματιστά μαλακά ειδικά κουφέτα που την έκανα χαρούμενη, σαν συνέχεια της αποκριάς. Με την μπουκιά στο στόμα κι ένα μεγάλο κομμάτι στην τσέπη, επιστρέφαμε στο βουνό για να μάθουμε τα αποτελέσματα των αερομαχιών. Ο θρύλος ήθελε τα στεφανωτά της απάνω γειτονιάς να έχουν στην ουρά τους ξυραφάκια, να εξολοθρεύουν τους αντιπάλους, ακούγονταν φοβερές ιστορίες που ποτέ κανείς μας δεν είδε γιατί πάντα συνέβαιναν την ώρα που από εθιμοτυπική υποχρέωση βουτούσαμε τις λαγάνες στην ταραμοσαλάτα.
Πάντα σχεδιάζαμε ότι την επόμενη χρονιά θα αφήσουμε το τραπέζι για να δούμε τα κοφτερά τέρατα του αέρα, αλλά ποτέ δεν τα προλάβαμε, μέχρι που ένα μεσημέρι είδαμε το στεφανωτό να σηκώνεται ψηλά κι εμείς ήμασταν με μακριά παντελόνια στο πλοίο που ταξίδευε για τον Πειραιά.