Σπουδάζεις σε διαφορετική πόλη από αυτή που μεγάλωσες. Έχεις κάποια χρήματα για να περάσεις τον μήνα σου αλλά και κάποια τρόφιμα σε ντουλάπια ή/και ψυγείο σε περίπτωση που δε θες να χαλάσεις λεφτά στα delivery. Επίσης υπάρχει και η πιθανότητα να βαρεθείς κάποια στιγμή να τρως απέξω, ή να έρθει μια πανδημία καλή ώρα. Τι συμβαίνει όμως όταν τα χρήματα και οι προμήθειες λιγοστεύουν ή στην χειρότερη τελειώνουν; Ιδού η παράνοια που περνάμε λίγο-πολύ όλοι οι ξενιτεμένοι φοιτητές σε σχέση με το φαγητό. Όπου FYI για “ξενιτεμένοι” μετράνε και αυτοί που έχουν μετακομίσει από Λιβαδειά στην Αθήνα.
Το πορτοφόλι είναι ακόμη γεμάτο
Μπήκε το τσέκι από τους γονείς ή τον κηδεμόνα σου ή την part-time δουλειά σου. Πληρώνεις κάποιους λογαριασμούς και έχεις τώρα να περάσεις τον υπόλοιπο μήνα. Αισθάνεσαι μία ευφορία από τα ζεστά, καινούργια λεφτουδάκια και σκέφτεσαι “έχω καιρό να παραγγείλω, let’s treat myself.” Η επόμενη σκέψη σου είναι ένα πιτόγυρο και η επόμενη πράξη είναι να φας σαν γουρούνι. Δεν υπάρχουν όμως τύψεις. Το άξιζες αυτό το φαΐ. Απλώς από εδώ και πέρα θα είσαι προσεκτικός με τα έξοδά σου.
Το πορτοφόλι αδειάζει
Πεινάς και λες ότι δεν έχεις όρεξη να μαγειρέψεις τίποτα. Η επόμενη κίνηση είναι να ανοίξεις το πορτοφόλι σου. Κρύος ιδρώτας τρέχει κατά μήκος της πλάτης σου. Πότε χάλασες τόσα λεφτά; Μάλλον δεν έπρεπε να βγεις τρεις μέρες συνεχόμενα για μπύρες. Συνέρχεσαι όμως από τον πανικό όταν θυμάσαι ότι το αγαπημένο, ΆΓΙΟ θα λέγαμε τάπερ απο την μανούλα που υπάρχει στο ψυγείο και σε περιμένει να το φας. Για το μόνο πράγμα που προσεύχεσαι είναι να μην έχει χαλάσει όμως για ακόμη μία φορά η τύχη σου χαμογελά (αλληλούια). Το βγάζεις από το ψυγείο, το ζεσταίνεις – ή το τρως και κρύο ανάλογα με το πόσο πεινάς- και νιώθεις την ψυχή σου να αγαλλιάζει. “Θα μείνει και για το βράδυ” λες και κάπως έτσι την έβγαλες λάδι και σήμερα.
Πάνε και τα τάπερ
Πλέον έχεις φάει ό,τι έχει βρεθεί σε οποιοδήποτε τάπερ του ψυγείου. Έχεις την ψευδαίσθηση ότι σίγουρα υπάρχει ακόμη ένα ξεχασμένο πίσω από εκείνα τα αυγά που έχουν λήξει εδώ και δύο βδομάδες, αλλά τίποτα. Για ακόμη μία φορά πανικοβάλλεσαι αλλά, ενώ φαίνεται πως όλες οι ελπίδες έχουν χαθεί, θυμάσαι τον καταψύκτη. Πώς βρέθηκαν εκεί οι τρεις πίτες, δεν ξέρεις αλλά δεν σε ενδιαφέρει κιόλας. Ευχαριστείς οποιοδήποτε θεό άκουσε την κραυγή αγωνίας σου και ζεσταίνεις τον φούρνο. Ή αν είσαι απελπισμένος τρώς την πίτα παγωμένη, εκεί θα κωλώσουμε; Σκέψου, παγωτό σπανακοτυρόπιτα.
Στα ντουλάπια άραγε τι έχεις;
Δεν άκουσες τον εαυτό σου και δεν πήγες σουπερμάρκετ. Και τι το ήθελε το σύμπαν να ξημερώσει Κυριακή; Έχεις βαρεθεί να πανικοβάλλεσαι και ξέρεις ότι η θεά τύχη δε θα σε αφήσει έτσι. Ανοίγεις τα ντουλάπια της κουζίνας σου και παρατηρείς προσεκτικά τι μπορεί να φαγωθεί. Ένα μπολ σοκολάτα σε σκόνη, ρύζι που δεν έχεις ιδέα πώς να μαγειρέψεις σωστά και μακαρόνια. “Μακαρόνια!” αναφωνείς σαν να βρήκες κρυμμένες μπάρες χρυσού. Βρίσκεις λάδι (το βούτυρο τελείωσε) και αναζητάς ο,τιδήποτε άλλο μπορεί να λειτουργήσει σαν topping. Μάταια. Θα τα φας σκέτα, χωρίς τυρί, χωρίς σάλτσα. Σκέτη θλίψη. Αλλά λες ότι θα τρίψεις και λίγο σκόρδο στο λάδι και θα πάρει μία γεύση το μακαρόνι. Και κάπως έτσι θα την βγάλεις και για άλλες δύο μέρες.
Τα έχεις φάει όλα
Έχεις φάει ακόμη και το ρύζι που δεν ήξερες να φτιάχνεις. Τώρα είσαι στο μεταίχμιο μεταξύ του να κάνεις απεργία πείνας – και συνάμα γίνεσαι κι αγωνιστής – ή να αρχίσεις να κυνηγάς ακρίδες σαν ασκητής μπας και ηρεμήσεις το στομάχι σου. Αρχίζεις λοιπόν να σκέφτεσαι συγγενείς που μένουν κοντά σου, μέχρι που καταλήγεις σε Εκείνη Τη Θεία. Θα της κάνεις μία επίσκεψη, προφανώς θα σε ρωτήσει για το αν έχεις φάει, θα της πεις “όχι” και συνάμα θα προσπαθήσεις συγκρατήσεις τα δάκρυά σου. Πας, χλαπακιάζεις τον αγλέορα, πίνεις και καφεδάκι, κάνετε catch up και φεύγεις για το σπίτι με αρκετές προμήθειες που θα σου κρατήσουν μέχρι να μπει το επόμενο τσέκι και να συμβούν περίπου τα ίδια. Εκτός αν έβαλες μυαλό.