“Α φεύγεις;”, μου είπε η υπεύθυνη ενώ φορούσα το παλτό μου και είχα το backpack μου στους ώμους, λέει η Λία (31). Είχε μόλις ξεκινήσει να εργάζεται σε ένα κέντρο δημιουργικής απασχόλησης στο οποίο πραγματοποιούνταν δραστηριότητες για παιδιά από εθελοντές. Η θέση της δεν είχε να κάνει με τις συγκεκριμένες δράσεις, ωστόσο, στη συνέντευξη είχε ενημερωθεί ότι “θα πρέπει να βοηθά σε αυτές”, απλώς δεν περίμενε ότι αυτό θα είναι εκτός ωραρίου. “Το ωράριό μου μόλις είχε φτάσει στο τέλος του. Ενημερώθηκα από την υπεύθυνη ότι εκείνη τη μέρα, φεύγουμε πιο αργά, καθώς ο εθελοντής που πραγματοποιεί τη συγκεκριμένη δράση έρχεται αργότερα από την προγραμματισμένη της ώρα, επειδή εργάζεται κανονικά αλλού, αλλά και επειδή τα παιδιά την απολαμβάνουν. Έτσι, έπρεπε να περιμένω στωικά να αποφασίσει ο εθελοντής να κηρύξει τη λήξη ή να βαρεθούν τα παιδιά. Αυτό πολλές φορές σήμαινε ότι η ώρα πήγαινε 9 παρά”, θυμάται. “Εκτός αν έχεις κανονίσει;”, μου είπε εκείνη την πρώτη φορά η υπεύθυνη. Ένιωσα σχεδόν ενοχές που είχα δώσει ραντεβού για μια μπύρα. Πολλά άλλα απογεύματα μετά από αυτό ρωτήθηκα “αν έχω κανονίσει κάτι” με σκοπό να με χώσουν να μείνω παραπάνω. Καθώς η απάντησή μου ήταν πάντα καταφατική έγινε αστειάκι το “Η Λία έχει ζωή, δεν είναι σαν εμάς;”. Δηλαδή και σπίτι μου να ήθελα να πάω, θα έπρεπε να προτιμήσω να κάτσω παραπάνω στη δουλειά;” λέει με ειλικρινή απορία.“Όταν ενημέρωσα τη διοίκηση για το περιστατικό έγινε τεράστιο ζήτημα. Η υπεύθυνη θεώρησε ότι την “έδωσα” και μετά από αυτό έψαχνε τρόπους για να με κρατά επίτηδες παραπάνω, ειδικά σε μέρα που είχα δηλώσει ότι δεν μπορώ με τίποτα καθώς είχα καθορισμένη δραστηριότητα, ακούγοντας μάλιστα ότι καλό είναι να μη δεσμεύουμε τα απογεύματά μας”. Η απάντηση από τη διοίκηση ήταν “Να τηρείται το ωράριο, αλλά να μην είμαστε και με το ρολόι στο χέρι να φύγουμε. Να ρωτάμε αν κάποιος συνάδελφος χρειάζεται βοήθεια”. Αυτές οι “ξαφνικές” ανακοινώσεις που ανατρέπουν το συμφωνημένο ωράριο, το οποίο και έχει υπογράψει ένας νέος εργαζόμενος τείνουν να γίνουν η νόρμα. Ειδικότερα σε χώρους αρκετά ανταγωνιστικούς, όπως είναι αυτός της διαφήμισης για παράδειγμα, ο εργαζόμενος γνωρίζει εκ των προτέρων ότι ενώ υπογράφει 8ωρη σύμβαση, θα δουλέψει σίγουρα 12ωρο.
“Έτσι ακριβώς είναι”, θα μου πει με φανερό εκνευρισμό η Δώρα (34) παρόλο που έχουν περάσει 5 χρόνια από τότε που δούλευε σε ένα Media Shop. “Το θυμάμαι σαν τώρα. Η σύμβαση που υπέγραψα έλεγε 10 – 6. Από την πρώτη μέρα όμως κατάλαβα ότι αυτό δεν ισχύει. Η υπεύθυνη του τμήματός μου από τη δεύτερή μου μέρα στη δουλειά κιόλας, μας μάζεψε γύρω της και με συνωμοτικό ύφος μας είπε πως, τα υπόλοιπα τμήματα πάνε πιο νωρίς στο γραφειο, άρα κι εμείς για να μην μας λένε τεμπέλες – αλήθεια χρησιμοποίησε αυτή τη λέξη – και για να είμαστε ανταγωνιστηκές, καλά θα ήταν 9 και τέταρτο να είμαστε εκεί. Το απόγευμα δεν έφευγα πριν τις 7μιση ή τις 8 και πάντα έπρεπε να ρωτήσω “Χρειάζεστε κάτι άλλο;”. Η δουλειά μου ήταν στο χώρο των social media, συνεπώς δεν καταλάβαινα γιατί να επείγει τόσο πολύ μια σειρά από λεκτικά για παράδειγμα ή ο προγραμματισμός κάποιων posts. Γιατί να μη μπορώ να φύγω στην ώρα μου και να συνεχίσω την επόμενη;” Η Δώρα άντεξε σε αυτή τη δουλειά 3 μήνες και κάποια απογεύματα έλεγε ότι έχει ραντεβού με γιατρό στην προσπάθειά της να φύγει μια λογική ώρα.
Η απορία της Δώρας είναι εύλογη. Η εργοδοσία μας έχει πείσει ότι αν κάτι δεν γίνει “τώρα”, “σήμερα”, θα δυσαρεστηθεί ο πελατης, θα χάσουμε χρήματα, θα καταστραφεί ο κόσμος. Τέτοιες συμπεριφορές είναι μέρος μιας αλυσίδας του καπιταλιστικού συστήματος. Αν για παράδειγμα ο πελάτης στείλει mail στις 7 το απόγευμα (και άρα αυτό σημαίνει ότι πιθανότατα έχει αναγκάσει και τους δικούς του εργαζόμενους να μείνουν παραπάνω στη δουλειά) και δεν απαντήσουμε, σημαίνει ότι η δική μας εταιρεία υπολειτουργεί, ότι είμαστε αφερέγγυοι. Έτσι δεν πάει; Δεν μιλάμε φυσικά για στιγμές που πράγματι κάτι πρέπει να παραδοθεί άμεσα ή υπάρχει μια κρίση την οποία πρέπει να αντιμετωπίσουμε. Αυτά συμβαίνουν στις δουλειές, αλλά και πάλι διευθετούνται με μία εσωτερική, μη θεσμοθετημένη ευελιξία. Για παράδειγμα αν έχεις καθίσει μία ή δύο ώρες παραπάνω στη δουλειά μπορεί να συνεννοηθείς με τον υπεύθυνό σου να πας μια ώρα αργότερα την επόμενη, όμως άτυπα και με προσοχή να μην το μάθει η διοίκηση. Αυτό φυσικά βγάζει από την εξίσωση την καταβολή κάποιας υπερωρίας.
Ο Γρηγόρης (45) ξεκίνησε πρόσφατα να εργάζεται σε μία εταιρεία την οποία δεν επιθυμεί να κατονομάσει. Από την πρώτη του μέρα ο εργοδότης έκανε σαφές ότι δεν πρόκειται να τηρήσει το συμφωνημένο ωράριο το οποίο είναι 10 με 6. “Την πρώτη μου μέρα στη δουλειά συγκάλεσε meeting στις 6 παρά 10 το απόγευμα. Δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία, θεώρησα ότι ίσως να είναι κάποια έκτακτη συνθήκη. Την επόμενη, όταν πήγε 6 μη έχοντας εκκρεμότητες μάζεψα τα πράγματά μου και αποχώρησα. Στις 7 και τέταρτο έλαβα μήνυμα από τον εργοδότη για κάτι σχετικά με την δουλειά. Δεν απάντησα καθώς ήταν εκτός ωραρίου. 8 παρά 20 έλαβα δεύτερο μήνυμα το οποίο ζητούσε να τον ενημερώνω προτού φεύγω από το γραφείο. Έκτοτε δεν έχω γυρίσει σπίτι μου πριν τις 8μιση. Πάντα του στέλνω 6 παρά 10 αν χρειάζεται κάτι κι αυτός απαντά “Θα τα πούμε σε 15 λεπτά” και είτε καλεί meeting εκείνη την ώρα, το οποίο σίγουρα θα κρατήσει 1μιση ώρα, είτε απλά αργεί να μου απαντήσει. Αισθάνομαι σαν όμηρος”, καταλήγει ο Γρηγόρης ο οποίος προετοιμάζεται να αντιμετωπίσει τον εργοδότη του για το συγκεκριμένο ζήτημα. “Κάποιες μέρες παίρνω εγώ το γιο μου από διάφορες απογευματινές δραστηριότητες γιατί και η γυναίκα μου έχει περίεργο ωράριο, θα πρέπει να το πω”.
Ο Γρηγόρης δεν θα έπρεπε καν να αναφέρει ότι χρειάζεται να πάρει το παιδί του από το φροντιστήριο. Η Λία δεν έπρεπε να δώσει λόγο στην υπεύθυνή της για το αν έχει κανονίσει να βγει. Η Δώρα δεν θα έπρεπε να σκαρφίζεται φανταστικά ραντεβού με γιατρούς. Όταν μας προσλαμβάνουν σε μία θέση εργασίας συμφωνούμε σε ένα ωράριο. Γύρω από αυτό στήνουμε ολόκληρη τη ζωή μας, την καθημερινότητά μας. Άπαξ λοιπόν και το ωράριό μας φτάσει στη λήξη του δεν έχει καμία σημασία τι θα κάνουμε μετά και σίγουρα δεν αφορά την εργοδοσία. Έχουμε ήδη πουλήσει 8 ώρες από το χρόνο μας στον εργοδότη κι αυτός τον έχει αγοράσει με αντίτιμο το μισθό μας.
Έχοντας βρεθεί σε παρόμοια θέση και συζητώντας το ζήτημα με επαγγελματία ψυχικής υγείας έλαβα την εξής συμβουλή. Να διεκδικήσω εκ νέου το συμφωνημένο ωράριο σε μία ψύχραιμη συζήτηση με τον εργοδότη, υπενθυμίζοντάς του μια συμφωνία που έχουμε ήδη κάνει, η οποία, όπως μου τόνισε στην προσπάθεια να μου άρει τον φόβο της απόλυσης, με κατοχυρώνει. Όλα αυτά είναι πολύ σωστά, όμως όλοι γνωρίζουμε ότι στην επισφάλεια που βιώνουμε οι εργαζόμενοι τα τελευταία 10 και χρόνια στη χώρα μας, αυτή η συζήτηση μοιάζει με εφιάλτη. Πρακτικά λοιπόν, τι μπορεί να κάνει ένας εργαζόμενος όταν ο εργοδότης δεν τηρεί το 8ωρο ή γενικότερα το ωράριο που έχει υπογράψει στη σύμβασή του και μάλιστα δεν πληρώνει και υπερωρίες; Μπορεί να το καταγγείλει στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας; Πώς μπορεί να υπάρξει αποτέλεσμα, αλλά και να μην κινδυνέψει να χάσει τη θέση του; Τα δύσκολα αυτά ερωτήματα απηύθυνα στον Δρ. Γιώργο Ι. Κουτσούκο, Δικηγόρο – Εργατολόγο – LL.M και Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Ο Δρ. Γεώργιος Ι. Κουτσούκος Δικηγόρος-Εργατολόγος-LL.M και Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών
“Ο εργαζόμενος, στο πλαίσιο της καλόπιστης συμπεριφοράς έναντι του εργοδότη και προτού καταφύγει στη λύση της καταγγελίας στην Επιθεώρηση Εργασίας (πράγματι προβλέπεται τέτοιο δικαίωμά του, το οποίο είναι αναφαίρετο) ή της άσκησης αγωγής ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων, οφείλει να υπενθυμίσει/ επισημάνει – κατά προτίμηση γραπτώς – την αθέτηση των υποχρεώσεων εκ μέρους του εργοδότη και να ζητήσει επιτακτικώς και άμεσα την αποκατάσταση των όρων της εργασιακής σύμβασης, ώστε να ακολουθήσει ένα διάστημα ήπιας συμμόρφωσης, το οποίο όχι μόνο δεν θα διαταράξει καίρια το κλίμα της μεταξύ τους συνεργασίας, αλλά θα θεραπεύσει προγενέστερες αστοχίες και ατέλειες”, απαντά ο Δρ. Κουτσούκος σε πλήρη ταύτιση με τη συμβουλή μιας επαγγελματία ψυχικής υγείας. Το εξαιρετικά σημαντικό εδώ όμως είναι η προτροπή του Δρ. Κουτσούκου για γραπτή υπενθύμιση στον εργοδότη, ένα βήμα απαραίτητο για να εξασφαλίσει τη διεκδίκησή μας.
Αν ωστόσο δεν υπάρξει αλλαγή και σκεφτούμε να λάβουμε πιο δραστικά μέτρα, να απευθυνθούμε δηλαδή στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας, θα πρέπει να φοβόμαστε ότι αυτό θα έχει ολέθριες επιπτώσεις; Ο Δρ. Κουτσούκος επισημαίνει ότι προσφυγή στην Επιθεώρηση Εργασίας δεν θα έπρεπε να θεωρείται ότι θέτει σε κίνδυνο τον εργαζόμενο. “Θα πρέπει να τονιστεί ότι προσφυγή στην Επιθεώρηση Εργασίας δεν χορηγεί κανένα δικαίωμα στον εργοδότη να απολύσει τον εργαζόμενο ή να ασκήσει ψυχολογική βία με σκοπό την εκούσια απομάκρυνσή του, αλλά, απεναντίας, οποιαδήποτε μορφή επιθετικής ενέργειας/συμπεριφοράς εν τέλει είναι πολύ πιθανόν να λειτουργήσει σε βάρος του, ώστε ενδεχόμενη απόλυση του μισθωτού να χαρακτηριστεί καταχρηστική και παράνομη, λόγω εμπάθειας ή εκδικητικής διάθεσης του εργοδότη”.Το ζήτημα της μη τήρησης ωραρίου ωστόσο παραμένει και έχει γίνει για πολλούς εργαζόμενους, σχεδόν αυτονόητο. Πρέπει να επέλθει αλλαγή. Ως εργατολόγος τι πιστεύει ο Δρ. Κουτσούκος ότι μπορεί να γίνει για να πάψει αυτή η πρακτική; “Η υπέρβαση του ωραρίου αποτελεί σε κάθε περίπτωση αντικείμενο ελέγχου, ακόμη και όταν αυτή φαίνεται να δικαιολογείται από έκτακτους/σοβαρούς λόγους (οι οποίοι και πάλι θα πρέπει να τίθενται υπό αυστηρή και αντικειμενική κρίση). Δυστυχώς, η έλλειψη τακτικών ελέγχων από την πλευρά των ελεγκτικών οργάνων, καθώς και η απουσία ενός αξιόπιστου ελεγκτικού μηχανισμού (η καθιέρωση της ψηφιακής κάρτας εργασίας κατατείνει, με τον τελευταίο εργασιακό νόμο, στην εξάλειψη τέτοιων αυθαιρεσιών από τον εργοδότη) ευνοούν παραβατικές συμπεριφορές στο χώρο της εργασίας και, επομένως, η ασυδοσία του εργοδότη τείνει να λαμβάνει χώρα με ποικίλες μορφές, οι οποίες δυστυχώς εξομοιώνονται και με συμπεριφορές mobbing (κακοποιητικές συμπεριφορές σε βάρος του εργαζομένου). Η ενδυνάμωση του ελεγκτικού μηχανισμού, σε συνδυασμό με την πρωτοβουλία που πρέπει να λαμβάνει κάθε εργαζόμενος καταγγελίας τέτοιων φαινομένων, συνιστούν την αναγκαία και ικανή συνθήκη πάταξης κάθε μορφής ασυδοσίας του εργοδότη”.