Μια από τις κληρονομιές που μας άφησε ο 20ος αιώνας είναι η ιδέα της “Δουλειάς των Ονείρων σου” και του διαχρονικού κυνηγητού της. Στην διάρκεια των τριών τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα μάλιστα, το όνειρο μιας τέτοιας δουλειάς έγινε ένα υποχρεωτικό πέρασμα στην ενηλικίωση για κάθε φιλόδοξο νέο ή νέα. Έπρεπε να πας από δουλειά σε δουλειά στήνοντας ένα εντυπωσιακό βιογραφικό και μαζεύοντας εμπειρία που θα σε έφερνε κάποια στιγμή στην κορυφή του εργασιακού σου πεδίου. Ύστερα έβρισκες μια δουλειά που σε άμοιβε πλουσιοπάροχα και σου έδινε την αίσθηση ότι εσύ τα κατάφερες. Μετά βέβαια ήρθε η παγκόσμια οικονομική κρίση, χώρες χρεωκόπησαν, μαζί και η δική μας, και εκατομμύρια άνθρωποι χρειάστηκαν να ξενιτευτούν για να βρουν μια οποιαδήποτε δουλειά, ούτε λόγος για την δουλειά των ονείρων τους.
Η ιδέα βέβαια έχει παραμείνει μέσα στα κεφάλια μας, το moto όμως “ζω για να δουλεύω” έχει κλονιστεί και στην θέση του έχει μπει το απείρως πιο λογικό “δουλεύω για να ζω“. Δεν είναι όμως λίγοι οι άνθρωποι που εμπνέονται από την εργασία τους και επιθυμούν να βρουν την θέση εκείνη που θα τους επιτρέψει να κάνουν τις φιλοδοξίες και τα όνειρα τους πραγματικότητα, ακόμα και με τις μικρότερες προσδοκίες που επιτρέπει ο 21ος αιώνας.
Στην προσπάθεια αυτή μπορεί φυσικά να ζήσουν πράγματι το όνειρό τους, μπορεί όμως και να πέσουν στην παγίδα να δίνουν πολύ περισσότερα κομμάτια του εαυτού τους στον βωμό αυτού του ονείρου.
Μερικές περιπτώσεις
Η Κάτια υπήρξε ένα φιλόδοξο στέλεχος καναλιού κι έδινε το 100% της για να βρει μια θέση που να αρμόζει στα προσόντα της και να ανταποκρίνεται στις φιλοδοξίες της. Την βρήκε όταν διορίστηκε αρχισυντάκτρια πρωινής εκπομπής του καναλιού της και ρίχτηκε με τα μούτρα σε αυτό που νόμιζε ότι ήταν η δουλειά των ονείρων της. Τέσσερα χρόνια μετά ανακάλυψε ότι ζούσε μόνο για την δουλειά της, δεν είχε χρόνο ούτε και για τον εαυτό της, πόσο μάλλον για τους αγαπημένους της και έπαθε ένα μεγαλοπρεπές burn out που την άφησε στραγγισμένη πέρα από κάθε προσωπικό της όριο. Παραιτήθηκε και άνοιξε κάβα κρασιών με τον αδερφό της στην Θεσσαλονίκη όπου ζει εκείνος, αφήνοντας πίσω όλα όσα θεωρούσε ότι της ήταν απαραίτητα.
Όπως λέει η ίδια, η ιδέα της δουλειάς των ονείρων είναι κάτι εντελώς προσωπικό, δεν ήταν όμως λίγη και η πίεση που ένοιωθε από τον περίγυρο να αποδείξει τον εαυτό της και να προοδεύσει, όπως ήταν αναμενόμενο γι’ αυτήν.
Το ίδιο ισχυρίζεται και ο Άγγελος που δούλεψε χρόνια στο πολιτικό γραφείο κάποιου βουλευτή και μετέπειτα υπουργού, με στόχο να μπει κι εκείνος κάποια στιγμή στην πολιτική για να “μπορέσει να βοηθήσει τον τόπο του”. Όχι μόνο δεν ακολούθησε τελικά αυτόν τον τρόπο ζωής ή αυτό το επάγγελμα, αλλά κάπου κοντά στα 35 του δέχτηκε μια θέση βοηθού καθηγητή σε ένα πανεπιστήμιο της επαρχίας και έφυγε εντελώς από την Αθήνα.
“Η δουλειά που σου ζητάει να της είσαι αφοσιωμένος περισσότερο από όσο επιθυμείς ή αντέχεις, μετατρέπεται σιγά σιγά σε εφιάλτη.” λέει ο ίδιος. “Ακόμα κι αν έχει την μορφή μιας εργασίας που προσφέρεται για το κοινό καλό, όπως η δική μου, φτάνει κάποια στιγμή που μπορεί να νοιώσεις ότι δίνεις περισσότερα από όσα έχεις για να δώσεις και πρέπει να επιστρέψεις στον εαυτό σου και στο γιατί ξεκίνησες να κάνεις μια δουλειά τέτοιου τύπου.”
Η εμπειρία των δύο παραπάνω εργαζόμενων, δεν είναι ασυνήθιστη. Μετά την έναρξη της πανδημίας μάλιστα, πάρα πολλοί εργαζόμενοι βρέθηκαν στην θέση να επανεκτιμήσουν την εργασία τους και να χρειαστεί να αποφασίσουν αν θα παραμείνουν σε αυτήν ή θα την αφήσουν εντελώς. Πολλοί από αυτούς εγκατέλειψαν τις δουλειές τους για λόγους που δεν ήταν μόνο πρακτικοί αλλά και συναισθηματικοί. Σύμφωνα με μια έρευνα του 2021 από το οικονομικό site Moneypenny, “η πανδημία έκανε πολλούς ανθρώπους να επανεκτιμήσουν την καριέρα τους συνολικά και ένας στους τρεις σκέφτηκαν ότι ίσως θα ήθελαν να αλλάξουν δουλειά εξαιτίας της απογοήτευσης, της έλλειψης έμπνευσης και αίσθησης σκοπού.”
Το να εγκαταλείψει κανείς την δουλειά για την οποία έχει επενδύσει τόσα πολλά χρόνια, δεν γίνεται βέβαια και τόσο εύκολα, υπάρχει όμως μια στροφή, ιδιαίτερα για την Gen Z, προς εργασίες που έχουν μεγαλύτερη αίσθηση του κοινού καλού.
Πολλά από τα νεότερα άτομα που έχουν εισέλθει τα τελευταία χρόνια στην αγορά εργασίας ή πρόκειται να μπουν τα αμέσως επόμενα, φαντάζονται την εργασία με ένα πιο ανθρώπινο κριτήριο και δεν προτίθενται “να κάνουν τα πάντα για να φτάσουν κάπου”. Η διάχυτη ρευστότητα του εργασιακού τοπίου ακόμα και των πιο ανεπτυγμένων χωρών μάλιστα, ενισχύει τον φόβο και την ανασφάλεια μετατρέποντας την ιδέα της εργασίας από όνειρο σε αναγκαίο κακό.
Η απογοήτευση αυτή επηρεάζει τους νέους ανθρώπους ώστε να σταματήσουν να αυτοπροσδιορίζονται σε σχέση με την δουλειά που κάνουν και να ψάξουν να βρουν άλλους τρόπους για να αναζητήσουν την ολοκλήρωση. Η ιδέα ότι “θα κάνουμε τα πάντα για να πετύχουμε” έχει γίνει πια ξεπερασμένη και οι άνθρωποι που καλούνται να διαχειριστούν την παγκόσμια κρίση της κλιματικής αλλαγής και της βαθιάς κρίσης αξιών σε όλον τον πλανήτη, δηλαδή οι νέοι, ψάχνουν να βρουν νέα νοήματα να γεμίσουν τις ζωές τους.