Οι άντρες δεν κλαίνε, οι άντρες δεν φοβούνται, οι άντρες δεν γκρινιάζουν. Αυτές είναι φράσεις που ακούνε οι εκπρόσωποι του αντρικού φύλου είτε έχουν περάσει τα 40, είτε είναι 6 ετών, είτε μόλις μπήκαν στην εφηβεία. Η κοινωνία μας λέει ακατάπαυστα στους άντρες, σχεδόν σε όλα τα μέρη του πλανήτη, ότι τα αισθήματα που έχουν είναι ανεπίτρεπτο να εκφράζονται αν θέλουν να θεωρούνται γνήσια αρσενικά. Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία επιστημονική βάση στη θεωρία ότι οι άντρες δεν αισθάνονται ή δεν αισθάνονται έντονα. Αντιθέτως, οι περισσότερες σχετικές έρευνες, που έχουν πραγματοποιηθεί, έχουν δείξει ότι οι άντρες έχουν μία αρκετά μεγαλύτερη προδιάθεση στα έντονα συναισθήματα σε σχέση με τις γυναίκες.
Τι συμβαίνει στην πορεία; Ενώ στις παιδικές ηλικίες τα αγόρια φαίνεται να έχουν πλήρη κατανόηση των συναισθημάτων τους, να γνωρίζουν τον σωστό τρόπο έκφρασής τους και να είναι ικανά να δομήσουν συναισθηματικές σχέσεις, κάπου στα προεφηβικά και εφηβικά τους χρόνια αυτό αρχίζει να αλλάζει. Είναι η ηλικία που ξεκινάνε να υιοθετούν τα πρότυπα που απαρτίζουν τον άμεσο κοινωνικό τους περίγυρο και που προβάλλονται ευρύτερα από την κοινωνία. Είναι η στιγμή που οι συναισθηματικές τους φιλίες φαίνεται να εξαφανίζονται, που αρχίζει μία προσπάθεια προβολής ενός αυτάρκους ανθρώπου που δεν έχει κανέναν ανάγκη, που μπαίνει μέσα τους ο φόβος μην τους περάσουν για “κοριτσάκια” ή “γκέι” και καταλήξουν κοινωνικά απομονωμένοι.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι άντρες όσο μεγαλώνουν χάνουν την ικανότητά τους να έχουν συναισθήματα. Οι περισσότεροι άντρες στην ιδιωτική τους σφαίρα συνεχίζουν όχι μόνο να είναι συναισθηματικοί, αλλά και να εκφράζουν τα συναισθήματά τους ανοιχτά. Συνήθως, βέβαια, επιλέγουν να τα εκφράσουν στις γυναίκες της ζωής τους, είτε μιλάμε για τη μητέρα, την αδερφή ή την σύντροφό τους -πάντα υπό την προϋπόθεση ότι καμιά τους δεν θα υπονοήσει ότι είναι αδύναμοι-. Απέναντι ακόμα και στους πιο στενούς τους άντρες συνεχίζουν το “θέατρο”: δεν έχουν ευαισθησίες, το όποιο πρόβλημα μπορούν να το αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά μόνοι τους και σε καμία περίπτωση δεν θα κλάψουν μπροστά τους.
Το ερώτημα, λοιπόν, είναι γιατί η κοινωνία μας αποφάσισε να δώσει στους άντρες το βάρος της άρνησης και της καταπίεσης των συναισθημάτων τους. Δεν πρόκειται για κάποια συνομωσία ώστε οι γυναίκες να θεωρούνται υπερευαίσθητα όντα και να απορρίπτονται από επαγγέλματα και ηγετικές θέσεις -αν και αυτό αποτελεί μία από τις συνέπειες-. Σύμφωνα με άρθρο του Joshua D. Foster, βοηθό καθηγητή κοινωνικής ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Αλαμπάμα, και του κοινωνικού ψυχολόγου Illan Shrira για το Psychology Today, η πιο πιθανώς ορθή θεωρία είναι ότι σε κάποια φάση της η κοινωνία θεώρησε αυτόν ως τον μοναδικό τρόπο περιορισμού των πολέμων και των γενικότερων πράξεων βίας. Στατιστικά και τα δύο φαίνεται ανά τους αιώνες να οφείλονται στην οργή, την ανταγωνιστικότητα, τον αυθορμητισμό και τον θυμό των αντρών. Οι νόμοι και οι πιο βάναυσες τιμωρίες -ακόμα και θανάτου- δεν κατάφεραν να περιορίσουν τη βία, οπότε αποφάσισαν ότι η καταπίεση των συναισθημάτων είναι η καλύτερη δυνατή λύση. Βέβαια, δεν θα αρκούσε η καταπίεση μόνο του θυμού, αφού συχνά οι πράξεις ακραίας βίας αποτελούν αποτέλεσμα φόβου, ζήλιας, αντιζηλίας, ντροπής, εξευτελισμού και ανησυχίας. Οπότε η κοινωνία δεν έπεισε απλά τους άντρες να ελέγχουν τον θυμό τους, αλλά ότι ο ορισμός του ανδρισμού είναι η απόκρυψη των συναισθημάτων.
Λειτούργησε αυτή η τακτική; Σίγουρα η βία δεν εξαλείφθηκε πλήρως. Δεν μπορούμε να ξέρουμε με σιγουριά αν υπήρξε έστω κάποια αξιοσημείωτη μείωσή της. Δεν γνωρίζουμε το σημείο αφετηρίας της και κατά συνέπεια δεν μπορούμε να συγκρίνουμε στατιστικά στοιχεία πολέμων ή περιστατικών βίας πριν και μετά. Ξέρουμε, ωστόσο, κάποιες από τις αρνητικές της συνέπειες. Όπως προαναφέραμε, οι γυναίκες έχουν παρουσιαστεί ως άτομα γεμάτα ευαισθησίες που δεν μπορούν να αναλάβουν ευθύνες, παρά το γεγονός ότι επιστημονικά είναι λιγότερο συναισθηματικές από τους άντρες. Παράλληλα, οι αυτοκτονίες των αντρών είναι οι τετραπλάσιες από αυτές των γυναικών και δεν γίνεται να θεωρήσουμε το γεγονός αυτό ως απλή σύμπτωση. Οι άντρες καταπιέζουν από τόσο νεαρή ηλικία τα συναισθήματά τους, ώστε σε πολλές περιπτώσεις να αποσυντονίζονται όταν έρχονται αντιμέτωποι με αυτά, να νομίζουν ότι κάτι δεν πάει καλά με αυτούς, να ντρέπονται και να κλείνονται ακόμα περισσότερο στον εαυτό τους. Οι άντρες δεν θα αναζητήσουν βοήθεια τόσο εύκολα όσο οι γυναίκες, είτε αυτό σημαίνει να μιλήσουν σε έναν δικό τους άνθρωπο, είτε σε κάποιον ειδικό.
Η λύση του προβλήματος, όπως γίνεται με τα περισσότερα κοινωνικά θέματα, βρίσκεται κάπου στην παιδική ηλικία. Είναι δύσκολο να κάνεις έναν ενήλικα άντρα να καταλάβει ότι όχι απλά δεν είναι ντροπή να εκφράζει τα συναισθήματά του, αλλά κάποιες φορές είναι αναγκαίο. Αντίθετα για ένα πεντάχρονο παιδί είναι πιο εύκολο. Σε αυτό δεν χρειάζεται καν να διδάξεις κάτι, απλά το αφήνεις να συνεχίσει να εκφράζει τα συναισθήματά του, όπως έκανε μέχρι τώρα, και δεν του γεμίζεις το μυαλό με φράσεις, όπως “οι άντρες δεν φοβούνται” και “γίνε άντρας”, όταν για παράδειγμα φοβάται να κάνει το εμβόλιο στον παιδίατρο. Μαθαίνεις στο παιδί ότι τα συναισθήματά του είναι φυσιολογικά, όπως και η έκφρασή τους, και ότι όταν το συναίσθημα είναι αρνητικό δεν το “καταπίνουμε”, αλλά το αναγνωρίζουμε και προσπαθούμε να το ξεπεράσουμε και δεν πειράζει αν δεν τα καταφέρουμε με την πρώτη προσπάθεια.